ζωπονέω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζωπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ζώς]]), αναπαριστώ με [[ζωντάνια]], αναπαριστώ με [[ακρίβεια]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ζωπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ζώς]]), αναπαριστώ με [[ζωντάνια]], αναπαριστώ με [[ακρίβεια]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζωπονέω:''' оживлять, делать (словно) живым (ὄψιν ἔμπνοον Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A represent alive, AP9.742 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1144] lebendig darstellen, ὄψιν ἔμπνοον Philp. 49 (IX, 742).
Greek (Liddell-Scott)
ζωπονέω: παριστάνω ζωντανά, τέχνα δ’ ἐζωπόνησεν ὄψιν ἔμπνοον Ἀνθ. Π. 9. 742.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre vivant à force d’art.
Étymologie: ζωός, πονέω.
Greek Monotonic
ζωπονέω: μέλ. -ήσω (ζώς), αναπαριστώ με ζωντάνια, αναπαριστώ με ακρίβεια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζωπονέω: оживлять, делать (словно) живым (ὄψιν ἔμπνοον Anth.).