ἀνομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομαλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[ισότητα]], [[εξομαλίζω]], [[εξισώνω]], Παθ. απαρ. παρακ. αʹ [[ἀνωμαλίσθαι]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἀνομαλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[ισότητα]], [[εξομαλίζω]], [[εξισώνω]], Παθ. απαρ. παρακ. αʹ [[ἀνωμαλίσθαι]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομᾰλίζω:''' уравнивать (τὸ [[ἀνωμαλίσθαι]] τὰς πόλεις Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομαλίζω Medium diacritics: ἀνομαλίζω Low diacritics: ανομαλίζω Capitals: ΑΝΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: anomalízō Transliteration B: anomalizō Transliteration C: anomalizo Beta Code: a)nomali/zw

English (LSJ)

   A restore to equality, equalize, Pass., pf. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.Rh.1412a16: fut., cj. in Pol.1265a40; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομαλίζω: ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ ῥῆμα μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. ἀνωμαλίσθαι;
égaliser.
Étymologie: ἀνά, ὁμαλίζω.

Spanish (DGE)

igualar τὰς πόλεις Arist.Rh.1412a16.

Greek Monolingual

ἀνομαλίζω (Α) ομαλίζω
εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση.

Greek Monotonic

ἀνομαλίζω: μέλ. -σω, αποκαθιστώ την ισότητα, εξομαλίζω, εξισώνω, Παθ. απαρ. παρακ. αʹ ἀνωμαλίσθαι, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομᾰλίζω: уравнивать (τὸ ἀνωμαλίσθαι τὰς πόλεις Arst.).