κεκύθωσι: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκύθωσι:''' [ῠ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. βʹ του [[κεύθω]].
|lsmtext='''κεκύθωσι:''' [ῠ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. βʹ του [[κεύθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεκύθωσι:''' эп. 3 л. pl. pf. conjct. к [[κεύθω]].
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κεκύθωσι: ῠ, ἴδε ἐν λ. κεύθω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. sbj. ao.2 poét. de κεύθω.

English (Autenrieth)

see κεύθω.

Greek Monotonic

κεκύθωσι: [ῠ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. βʹ του κεύθω.

Russian (Dvoretsky)

κεκύθωσι: эп. 3 л. pl. pf. conjct. к κεύθω.