ἀνοιστρέω: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοιστρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμβάλλω]] σε βακχικό οίστρο, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνοιστρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμβάλλω]] σε βακχικό οίστρο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοιστρέω:''' возбуждать, приводить в исступление, натравливать (τινα ἐπί τινα Eur.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοιστρέω Medium diacritics: ἀνοιστρέω Low diacritics: ανοιστρέω Capitals: ΑΝΟΙΣΤΡΕΩ
Transliteration A: anoistréō Transliteration B: anoistreō Transliteration C: anoistreo Beta Code: a)noistre/w

English (LSJ)

   A goad to madness, E.Ba.979; ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιστρέω: ἐμβάλλω εἴς τινα βακχικὸν οἶστρον, ἐξεγείρω μέχρι βακχικῆς μανίας, ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ... ἀνοιστρήσατέ νιν Εὐρ. Βάκχ. 979.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aiguillonner, càd transporter d’une fureur divine.
Étymologie: ἀνά, οἶστρος.

Spanish (DGE)

fig. aguijonear νιν a Dioniso, E.Ba.979, αὐτήν a un leopardo, Philostr.VA 2.2, c. dat. instrum. κέντρῳ ... Ἰούδαν Nonn.Par.Eu.Io.13.2, παῖδας ... κυδοιμῷ Nonn.D.48.14, v. pas. ἔρωτι ... ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.

Greek Monotonic

ἀνοιστρέω: μέλ. -ήσω, εμβάλλω σε βακχικό οίστρο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοιστρέω: возбуждать, приводить в исступление, натравливать (τινα ἐπί τινα Eur.).