ἧμα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἧμα:''' τό ([[ἵημι]]), αυτό που ρίπτεται, [[βέλος]], [[ακόντιο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἧμα:''' τό ([[ἵημι]]), αυτό που ρίπτεται, [[βέλος]], [[ακόντιο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἧμα:''' ατος τό метание копий: ἥμασιν [[ἄριστος]] Hom. лучший в метании копий.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧμα Medium diacritics: ἧμα Low diacritics: ήμα Capitals: ΗΜΑ
Transliteration A: hē̂ma Transliteration B: hēma Transliteration C: ima Beta Code: h(=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἵημι)

   A that which is thrown, dart, javelin, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος best at darting, Il.23.891: hence ἥμων (q.v.).    II ϝῆμα, v. εἷμα.

German (Pape)

[Seite 1164] τό (ἵημι), das Werfen, Schießen, der Wurf; δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος Il. 23, 891; Hesych. erkl. βλήματα, ἀκόντια.

Greek (Liddell-Scott)

ἧμα: τό, (ἵημι) τὸ ῥιπτόμενον, βλῆμα, βέλος, ἀκόντιον, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος, ἱκανώτατος εἰς τὸ ἀκοντίζειν, Ἰλ. Ψ. 891· ἐντεῦθεν ἥμων, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
javelot, trait.
Étymologie: R. Ἑ, lancer, laisser aller ; cf. ἵημι.

English (Autenrieth)

ατος (ἵημι): throw; ἥμασιν ἄριστος, best ‘at javelin-throwing,’ Il. 23.891†.

Greek Monotonic

ἧμα: τό (ἵημι), αυτό που ρίπτεται, βέλος, ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἧμα: ατος τό метание копий: ἥμασιν ἄριστος Hom. лучший в метании копий.