ἐλπιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ελπίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ελπίδες<br /><b>2.</b> [[πιθανός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η [[ελπίδα]] [[είναι]] το μόνο [[στήριγμα]] στη ζωή.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ελπίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ελπίδες<br /><b>2.</b> [[πιθανός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η [[ελπίδα]] [[είναι]] το μόνο [[στήριγμα]] στη ζωή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλπιστικός:''' внушающий надежду ([[ἐπιστήμη]] Arst.): οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι Plut. философы, видевшие в надежде основу жизни.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλπιστικός Medium diacritics: ἐλπιστικός Low diacritics: ελπιστικός Capitals: ΕΛΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: elpistikós Transliteration B: elpistikos Transliteration C: elpistikos Beta Code: e)lpistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A producing expectation, Arist.Mem.449b12.    II οἱ ἐ. a sect who made hope the only stay of life, Plu.2.668e.

German (Pape)

[Seite 803] hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλπιστικός: -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον ἔρεισμα τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
οἱ ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l’espérance comme le seul soutien de la vie.
Étymologie: ἐλπίζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a la esperanza o expectativa ἐπιστήμη de la mántica, Arist.Mem.449b12, πρόγνωσις Clem.Al.Strom.8.3.5.
2 subst. οἱ Ἐλπιστικοί Elpísticos corriente filosófica que profesa que la esperanza es lo más esencial de la vida, Plu.2.668e.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλπιστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ελπίζει
αρχ.
1. αυτός που δίνει ελπίδες
2. πιθανός
3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή.

Russian (Dvoretsky)

ἐλπιστικός: внушающий надежду (ἐπιστήμη Arst.): οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι Plut. философы, видевшие в надежде основу жизни.