ἐρωτύλος: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρωτύλος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> Δωρ. [[λέξη]], [[αγαπημένος]], [[αγαπητός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἐρωτύλα ἀείδειν</i>, [[τραγουδώ]] ερωτοτράγουδα, σε Βίωνα. | |lsmtext='''ἐρωτύλος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> Δωρ. [[λέξη]], [[αγαπημένος]], [[αγαπητός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἐρωτύλα ἀείδειν</i>, [[τραγουδώ]] ερωτοτράγουδα, σε Βίωνα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρωτύλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> любимый, возлюбленный Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> божок любви Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dor. word,
A a darling, sweetheart, Theoc.3.7. II as Adj., ἐρωτύλα ἀείδειν sing love-songs, BionFr.7.10, cf. 13 : dub. as epith. of Ἔρος, PMag.Lond.121.471 (-τυλλ- Pap.). III name of a very small star, AP9.614 (Leont.). IV name of a gem, Ps. -Democr. ap. Plin.HN37.160.
German (Pape)
[Seite 1041] ὁ, eigtl. dim. von ἔρως, kleiner Liebesgott, wie man es auch Theocr. 3, 7 nehmen kann, oder Geliebter; ἐρωτύλα ἀείδειν, Liebeslieder singen, Bion. 3, 10. 13. – Bei Leont. schol. 15 (IX, 614) dunkel, μεγάλην παρ' ἅμαξαν ἐρωτύλος ἡδὺ φαείνει, geht wohl auf eine kleine Statue des Eros.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτύλος: ὁ, Δωρ. λέξις, ἀγαπητός, ἐράσμιος, Θεόκρ. 3. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, ᾄδω ᾄσματα ἐρωτικά, Βίων 3. 10, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l’amour.
Étymologie: ἔρως.
Greek Monolingual
ο (Α ἐρωτύλος)
νεοελλ.
αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα
αρχ.
1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός
2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» — τραγουδώ ερωτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + επίθημα -υλ(λ)ος, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. (πρβλ. αρκτύλος, έρπυλλος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἐρωτύλος: [ῠ], ὁ,
I. Δωρ. λέξη, αγαπημένος, αγαπητός, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, τραγουδώ ερωτοτράγουδα, σε Βίωνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτύλος: ὁ1) любимый, возлюбленный Theocr.;
2) божок любви Anth.