ἐπιψηλαφάω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιψηλᾰφάω:''' [[αισθάνομαι]] περνώντας το [[χέρι]] πάνω απ' την [[επιφάνεια]], [[νιώθω]] με την αφή, [[ψηλαφώ]], σε Πλάτ.· [[ἐπιψηλαφάω]] τινός, [[συμπονώ]], [[συμπάσχω]], [[συμμερίζομαι]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπιψηλᾰφάω:''' [[αισθάνομαι]] περνώντας το [[χέρι]] πάνω απ' την [[επιφάνεια]], [[νιώθω]] με την αφή, [[ψηλαφώ]], σε Πλάτ.· [[ἐπιψηλαφάω]] τινός, [[συμπονώ]], [[συμπάσχω]], [[συμμερίζομαι]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιψηλᾰφάω:''' ощупывать, нащупывать (τὸν [[δακτύλιον]] Plat.): ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ἐκαθέζετο Plat. нащупав койку, (Гиппократ) сел. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A feel by passing the hand over the surface, τι Pl.R.360a; ἐ. τινός feel for it, Id.Prt.310c.
German (Pape)
[Seite 1006] betasten, anfassen, τὸν δακτύλιον Plat. Rep. II, 360 a; c. gen., τοῦ σκίμποδος Prot. 310 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψηλᾰφάω: ψηλαφῶ τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιψηλαφῶντα τὸν δακτύλιον Πλάτ. Πολ. 360Α· ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ψηλαφήσας καὶ εὐρὼν τὸν σκίμποδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310 C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tâter, manier en tâtonnant.
Étymologie: ἐπί, ψηλαφάω.
Greek Monotonic
ἐπιψηλᾰφάω: αισθάνομαι περνώντας το χέρι πάνω απ' την επιφάνεια, νιώθω με την αφή, ψηλαφώ, σε Πλάτ.· ἐπιψηλαφάω τινός, συμπονώ, συμπάσχω, συμμερίζομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψηλᾰφάω: ощупывать, нащупывать (τὸν δακτύλιον Plat.): ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ἐκαθέζετο Plat. нащупав койку, (Гиппократ) сел.