Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Κυρήνη: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κυρήνη:''' [ῠ], ἡ, η [[Κυρήνη]], ελληνική [[αποικία]] στην Αφρική, σε Ηρόδ.· οι άνθρωποι ονομάζονταν <i>Κυρηναῖοι</i> και η [[χώρα]] <i>ἡ Κυρηναία</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''Κυρήνη:''' [ῠ], ἡ, η [[Κυρήνη]], ελληνική [[αποικία]] στην Αφρική, σε Ηρόδ.· οι άνθρωποι ονομάζονταν <i>Κυρηναῖοι</i> και η [[χώρα]] <i>ἡ Κυρηναία</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κυρήνη:''' дор. [[Κυράνα|Κυράνᾱ]] (ῡ и ῠ) ἡ Кирена (область и город на африканском побережье Средиземного моря, между Большим Сиртом и Мармарикой) Hes., Her. etc.: οἱ ἀπὸ τῆς Κυρήνης Sext. киренцы, т. е. последователи учения Аристиппа Киренского.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυρήνη Medium diacritics: Κυρήνη Low diacritics: Κυρήνη Capitals: ΚΥΡΗΝΗ
Transliteration A: Kyrḗnē Transliteration B: Kyrēnē Transliteration C: Kyrini Beta Code: *kurh/nh

English (LSJ)

ἡ, Cyrene, Hdt.4.162, etc.:—Adj. Κυρηναῖος, α, ον, ib. 199, etc. [ῠ in Hes.Fr.128.2, Pi.P.4.2, al., Call.Ap.73, 94; ῡ Ar. Th.98, A.R.2.500.]

Greek (Liddell-Scott)

Κυρήνη: ἡ, ἑλληνικὴ ἀποικία ἐν Ἀφρικῇ, Ἡρόδ. 4. 162 κἑξ.˙ οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο οἱ Κυρηναῖοι, καὶ ἡ χώρα ἡ Κυρηναία (Λατ. Cyrenaïca), Ἡρόδ. 4. 199, κτλ. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ῡ˙ ἀλλὰ ῠ παρ’ Ἡσ. Ἀποσπ. 35. 2, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 72. 93, Catull. 7. 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Cyrène, colonie grecque d’Afrique.
Étymologie:.

English (Strong)

of uncertain derivation; Cyrene, a region of Africa: Cyrene.

English (Thayer)

Κυρηνης, ἡ, Cyrene, a large and very flourishing city of Libya Cyrenaica or Pentapolitana, about 11Roman miles from the sea. Among its inhabitants were great numbers of Jews, whom Ptolemy I. had brought thither, and invested with the rights of citizens: BB. DD., under the word).

Greek Monotonic

Κυρήνη: [ῠ], ἡ, η Κυρήνη, ελληνική αποικία στην Αφρική, σε Ηρόδ.· οι άνθρωποι ονομάζονταν Κυρηναῖοι και η χώρα ἡ Κυρηναία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Κυρήνη: дор. Κυράνᾱ (ῡ и ῠ) ἡ Кирена (область и город на африканском побережье Средиземного моря, между Большим Сиртом и Мармарикой) Hes., Her. etc.: οἱ ἀπὸ τῆς Κυρήνης Sext. киренцы, т. е. последователи учения Аристиппа Киренского.