κακοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ, κακή [[φήμη]], [[αισχρότητα]], [[προστυχιά]], [[ατιμία]], σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ, κακή [[φήμη]], [[αισχρότητα]], [[προστυχιά]], [[ατιμία]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδοξία:''' ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδοξία Medium diacritics: κακοδοξία Low diacritics: κακοδοξία Capitals: ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: kakodoxía Transliteration B: kakodoxia Transliteration C: kakodoksia Beta Code: kakodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c.    II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.

Greek Monolingual

η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.

Greek Monotonic

κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδοξία: ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.