κεκμηώς: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
(20) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεκμηώς]], -ότος και -ώτος (Α)<br />επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του [[κάμνω]], [[αντί]] κεκμηκώς. | |mltxt=[[κεκμηώς]], -ότος και -ώτος (Α)<br />επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του [[κάμνω]], [[αντί]] κεκμηκώς. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεκμηώς:''' ῶτος эп. part. pf. к [[κάμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.
French (Bailly abrégé)
ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.
English (Autenrieth)
see κάμνω.
Greek Monolingual
κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.
Russian (Dvoretsky)
κεκμηώς: ῶτος эп. part. pf. к κάμνω.