ἡδυχαρής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδυχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που νιώθει [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[λίαν]] [[περιχαρής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡδυχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που νιώθει [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[λίαν]] [[περιχαρής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδῠχᾰρής:''' чрезвычайно приятный, радостный ([[κόπος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sweetly joyous, AP3.18 (Inscr. Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 1155] ές, sehr angenehm, Anth. III, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυχᾰρής: -ές, λίαν περιχαρής, Ἀνθ. Π. 3. 18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait joyeux.
Étymologie: ἡδύς, χαίρω.
Greek Monolingual
ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο-χαρής, περι-χαρής].
Greek Monotonic
ἡδυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που νιώθει μεγάλη χαρά, ο λίαν περιχαρής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠχᾰρής: чрезвычайно приятный, радостный (κόπος Anth.).