κατόπιν: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατόπιν:''' επίρρ. ([[ὄπις]]),<br /><b class="num">I.</b> ακολούθως, [[έπειτα]], [[πίσω]], σε Θέογν., Αττ.· με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το χρόνο, ακολούθως, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κατόπιν:''' επίρρ. ([[ὄπις]]),<br /><b class="num">I.</b> ακολούθως, [[έπειτα]], [[πίσω]], σε Θέογν., Αττ.· με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το χρόνο, ακολούθως, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατόπιν:''' <b class="num">I</b> adv. [ὄψ]<br /><b class="num">1)</b> сзади, позади (διώκειν τινά Xen.);<br /><b class="num">2)</b> после, затем: ἡ κ. [[ἡμέρα]] Polyb. следующий день.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> позади, (вслед) за (κ. δὲ [[ἡμῶν]] ἐπεισῆλθον ὁ [[Ἀλκιβιάδης]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> после (κ. ἑορτῆς Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (v. ὄπις)
A behind, after, Hp.Mul.1.12, Th.4.32, X.Cyr. 1.4.21: c.gen., Ar.Eq.625, Pl.Prt.316a; κ. ἐπὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5; ἐκ τῶν κ. Id.2.67.2: metaph., κ. χωρεῖν τῶν εἰργασμένων fall short of, fail in describing, Chor.p.23 B. II of Time, after, hereafter, f.l. in Thgn.280; εὐθὺς κ. Thphr.HP7.13.7; κ. ἑορτῆς ἥκομεν 'too late for the fair', Pl.Grg.447a; ἡ κ. [ἡμέρα] Plb.1.46.7, Phld.Ind.Sto.19; ὁ κ. ἐνιαυτός Plu.Cam.43; σε μένει καὶ κ. δάκρυα AP9.70 (Mnasalc.).
German (Pape)
[Seite 1404] = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισθεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite.
Étymologie: κατά, ὄψ.
Greek Monolingual
και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι)
επίρρ.
1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.)
2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β. «εὐθὺς κατόπιν», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (για δήλωση αιτίας) λόγω κάποιας αιτίας ή αφορμής («κατόπιν της δολοφονίας του πρωθυπουργού προκηρύσσονται εκλογές»)
2. φρ. α) «μέ πήρε (σ)το κατόπι» — έρχεται από πίσω μου, μέ παρακολουθεί
β) «κατόπιν εορτής» — μετά τα γεγονότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.].
Greek Monotonic
κατόπιν: επίρρ. (ὄπις),
I. ακολούθως, έπειτα, πίσω, σε Θέογν., Αττ.· με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για το χρόνο, ακολούθως, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατόπιν: I adv. [ὄψ]
1) сзади, позади (διώκειν τινά Xen.);
2) после, затем: ἡ κ. ἡμέρα Polyb. следующий день.
II praep. cum gen.
1) позади, (вслед) за (κ. δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον ὁ Ἀλκιβιάδης Plat.);
2) после (κ. ἑορτῆς Plat.).