στοματουργός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στομᾰτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[γλωσσοπλάστης]], αυτός που δημιουργεί [[νέες]] λέξεις, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στομᾰτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[γλωσσοπλάστης]], αυτός που δημιουργεί [[νέες]] λέξεις, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στοματουργός -όν [στόμα, ἔργον] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰτουργός Medium diacritics: στοματουργός Low diacritics: στοματουργός Capitals: ΣΤΟΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: stomatourgós Transliteration B: stomatourgos Transliteration C: stomatourgos Beta Code: stomatourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A word-making, γλῶσσα Ar.Ra.826.

German (Pape)

[Seite 948] mit dem Munde arbeilend und dadurch sein Brot verdienend, Mauldrescher, Ar. Ran. 825, adjectivisch.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν λέξεις, γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
artisan de paroles, beau diseur.
Étymologie: στόμα, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
φρ. «στοματουργὸς γλῶσσα» — αυτή που πλάθει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

στομᾰτουργός: -όν (*ἔργω), γλωσσοπλάστης, αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοματουργός -όν [στόμα, ἔργον] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826.