περιχάσκω: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(32) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου, έχω το [[στόμα]] μου ορθάνοιχτο<br /><b>2.</b> [[χάβω]], [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου και το [[κλείνω]] απότομα<br /><b>3.</b> [[μένω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[εκφράζω]] [[απορία]] και [[έκπληξη]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου, έχω το [[στόμα]] μου ορθάνοιχτο<br /><b>2.</b> [[χάβω]], [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου και το [[κλείνω]] απότομα<br /><b>3.</b> [[μένω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[εκφράζω]] [[απορία]] και [[έκπληξη]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]]»]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-χάσκω opensperren; Hp.; verslinden:. ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ door de prooi in zijn geheel te verslinden Luc. 36.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 2 περιέχᾰνον and pf. περικέχηνα (as if from περιχαίνω, which is post-classical):—
A open the mouth wide, gape, Hp. Morb.2.26, Phld.Rh.1.194S. b open a girdle, Heliod. ap. Orib. 48.58.5 (s.v.l.). II close the jaws over, take into the mouth, Arist. HA604b18, D.S.10.18, Dsc.Eup.2.138, Luc.Merc.Cond.3, Ael.NA4.33, Hippiatr.119; π. τὸν ἀέρα snap at the air, of a lion, Ach.Tat. 2.22.
German (Pape)
[Seite 600] Nebenform von περιχαίνω, nur im praes. u. imperf. gebr. (s. χάσκω), Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περιχάσκω: ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. περιχαίνω, ὅπερ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Φώτ.) ― Ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. καταπίνω μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· λαμβάνω εἰς τὸ στόμα, τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) χάσκω πρός τι, τι Φώτ.· π. τινί, χάσκω διά τι πρᾶγμα, Κλήμ. Ἀλ. 242.
Greek Monolingual
Α
1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο
2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα
3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χάσκω «ανοίγω το στόμα»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-χάσκω opensperren; Hp.; verslinden:. ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ door de prooi in zijn geheel te verslinden Luc. 36.3.