πολύπηνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ. | |lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.
Greek Monolingual
-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].
Greek Monotonic
πολύπηνος: -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel.