δάνος: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δάνος:''' <b class="num">II</b> ὁ макед. Plut. = [[θάνατος]].<br />εος (ᾰ) τό Anth. = [[δάνειον]]. | |elrutext='''δάνος:''' <b class="num">II</b> ὁ макед. Plut. = [[θάνατος]].<br />εος (ᾰ) τό Anth. = [[δάνειον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δάνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ δίδωμι] lening, uitgeleend geld. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), [ᾰ], εος, τό,
A gift, present, Euph.42. II loan, debt, Call. Epigr.48, PMasp.126.11 (vi A.D.): metaph., ὁ χρόνος ἐστὶ δ. Lyr.Alex. Adesp. 37.27; πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν . . αὖτ' ἀπέδωκα IG14.2000.
δάνος (B), [ᾰ], ὁ, Maced. for θάνατος, Plu.2.22c.
German (Pape)
[Seite 522] τό, die Gabe, Euphor. fr. 90 bei E. M.; gew. ausgeliehenes Geld, Wucher, Zins, Callim. ep. 51 u. a. Sp. – Aber ὁ δ., macedon, der Tod, Plut. de aud. poet. 5 A.
Greek (Liddell-Scott)
δάνος: [ᾰ], εος, τό, δῶρον, δόμα, Εὐφορ. Ἀποσπ. 89· πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6287. ΙΙ. κοινῶς = χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, χρέος, ὀφειλή, Καλλ. Ἐπ. 50, Ἀνθ. Π. παραρτ. 252. (Ἴδε ἐν λ. δίδωμι· πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. dano, = dono, do.)
French (Bailly abrégé)
1εος (τό) :
don, présent.
Étymologie: DELG pê δίδωμι.
2ου (ὁ) :
mot macéd. = θάνατος.
Greek Monolingual
(I)
δάνος, ο (Α)
ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο].———————— (II)
το (AM δάνος)
το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάνος πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. δα- < d∂- (πρβλ. δίδωμι) + επίθ. -νος (πρβλ. άφενος «πλούτη», κτήνος). Κατ' άλλους, ο τ. δάνος συνδέεται με το δατέομαι.
Greek Monotonic
δάνος: [ᾰ], -εος, τό, δανεισμένα χρήματα, δάνειο, χρέος, οφειλή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δάνος: II ὁ макед. Plut. = θάνατος.
εος (ᾰ) τό Anth. = δάνειον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ δίδωμι] lening, uitgeleend geld.