δακρυοπετής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δακρυοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... [[βαρέα]] δακρυοπετῆ», <b>Αισχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]. | |mltxt=[[δακρυοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... [[βαρέα]] δακρυοπετῆ», <b>Αισχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾰκρυοπετής:''' исторгающий слезы (πάθεα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait couler litt. tomber des larmes.
Étymologie: δάκρυον, πίπτω.
Spanish (DGE)
-ές
que hace caer lágrimas, que hace llorar πάθεα A.Supp.113.
Greek Monolingual
δακρυοπετής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + -πετής < πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
δᾰκρυοπετής: исторгающий слезы (πάθεα Aesch.).