περιφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:
}}
}}

Revision as of 12:09, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφεύγω Medium diacritics: περιφεύγω Low diacritics: περιφεύγω Capitals: ΠΕΡΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: peripheúgō Transliteration B: peripheugō Transliteration C: perifeygo Beta Code: perifeu/gw

English (LSJ)

   A flee from, escape, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Il.12.322; ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν the sand escapes thy numbering, Pi.O.2.98; π. τὴν φθοράν Pl.Lg.677b; ῥαθυμίας Men.Mon.467; ἔφοδον, πῦρ π., Plu.2.171e.    2 abs., escape from illness, come out of it alive, D.54.1, 28; π. ἐκ [κυναγχέων] v.l. in Hp.Prog.23, cf. Arist.HA604a10.    3 avoid especially, ὅπως μὴ . . ἔσται Hp.Fract.48.

German (Pape)

[Seite 599] (s. φεύγω), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., ψάμμος ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, ἐκφεύγω, διαφεύγω, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, ἀποφεύγω, περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει ὅκως μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, ὥστε μήτε τοὺς οἰκείους, μήτε τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.

French (Bailly abrégé)

parvenir à fuir, à échapper à, acc..
Étymologie: περί, φεύγω.

English (Slater)

περιφεύγω
   1 elude met. ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)

Greek Monolingual

Α
ξεφεύγω, διαφεύγω.

Greek Monotonic

περιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, δραπετεύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ψάμμος ἀριθμὸν περ., η άμμος αναπαριστά την απαρίθμησή σου, σε Πίνδ.· απόλ., ξεφεύγω από την αρρώστια, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.: