κακόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόσῑτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς την [[τροφή]], δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰκόσῑτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς την [[τροφή]], δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόσῑτος:''' не имеющий аппетита, чувствующий отвращение к пище Plat.
}}
}}

Revision as of 12:09, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόσῑτος Medium diacritics: κακόσιτος Low diacritics: κακόσιτος Capitals: ΚΑΚΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: kakósitos Transliteration B: kakositos Transliteration C: kakositos Beta Code: kako/sitos

English (LSJ)

ον,

   A eating badly, i. e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. R.475c, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2.    2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App.47 (Thyrrheum).

German (Pape)

[Seite 1303] Mangel an Eßlust habend, Eubul. bei Ath. VI, 248 c; Ggstz von φιλόσιτος, Plat. Rep. V, 475 c; ekel, Ael. H. A. 3, 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans appétit ; dégoûté.
Étymologie: κακός, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο
κακόσιτος, -ον)
αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός
αρχ.
1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος
2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ κακόσιτος», επίγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σιτος (< σίτος), πρβλ. μετριό-σιτος, φιλό-σιτος].

Greek Monotonic

κᾰκόσῑτος: -ον, δύσκολος ως προς την τροφή, δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόσῑτος: не имеющий аппетита, чувствующий отвращение к пище Plat.