κρεηδόκος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρεηδόκος:''' και κρειο-[[δόκος]], -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[κρέας]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κρεηδόκος:''' και κρειο-[[δόκος]], -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[κρέας]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεηδόκος:''' принимающий в себя, т. е. хранящий мясо ([[ἐσχάρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κρειοδόκος.
Greek Monolingual
κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο-δόκος, θυο-δόκος.
Greek Monotonic
κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).