χοιροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοιροπώλης:''' Δωρ. -ας, -α, ὁ ([[πωλέομαι]]), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χοιροπώλης:''' Δωρ. -ας, -α, ὁ ([[πωλέομαι]]), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χοιροπώλης:''' ου, дор. [[χοιροπώλας]], ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.
}}
}}

Revision as of 12:22, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιροπώλης Medium diacritics: χοιροπώλης Low diacritics: χοιροπώλης Capitals: ΧΟΙΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: choiropṓlēs Transliteration B: choiropōlēs Transliteration C: choiropolis Beta Code: xoiropw/lhs

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, α, ὁ,

   A pig-dealer, Ar.Ach.818, Fr.578.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].

Greek Monotonic

χοιροπώλης: Δωρ. -ας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χοιροπώλης: ου, дор. χοιροπώλας, ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.