καταπέλτης: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(19) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[καταπέλτης]], Α και <b>επιγρ.</b> [[καταπάλτης]])<br />πολεμική [[μηχανή]] με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[μηχανισμός]] τών αεροπλανοφόρων ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται για την [[εκτίναξη]] και [[απονήωση]] τών αεροπλάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για απροσδόκητη [[συμφορά]]) «μού ήλθε [[καταπέλτης]]» — μέ βρήκε [[ξαφνικά]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]], μέ άφησε κατάπληκτο<br /><b>μσν.</b><br />[[βασανιστήριο]] όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα [[μέλη]] τών καταδίκων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[βέλος]] ή το [[βλήμα]] πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα [[βλήμα]] καταπέλτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέλτης]] / -<i>πάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]] «[[στριφογυρίζω]]»), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | |mltxt=ο (AM [[καταπέλτης]], Α και <b>επιγρ.</b> [[καταπάλτης]])<br />πολεμική [[μηχανή]] με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[μηχανισμός]] τών αεροπλανοφόρων ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται για την [[εκτίναξη]] και [[απονήωση]] τών αεροπλάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για απροσδόκητη [[συμφορά]]) «μού ήλθε [[καταπέλτης]]» — μέ βρήκε [[ξαφνικά]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]], μέ άφησε κατάπληκτο<br /><b>μσν.</b><br />[[βασανιστήριο]] όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα [[μέλη]] τών καταδίκων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[βέλος]] ή το [[βλήμα]] πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα [[βλήμα]] καταπέλτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέλτης]] / -<i>πάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]] «[[στριφογυρίζω]]»), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπέλτης:''' v. l. [[κατα]]-πάλτης, ου ὁ (лат. [[catapulta]]) катапельт или катапульта<br /><b class="num">1)</b> стрелометательная машина Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> орудие пытки Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1368] ὁ (πάλλω?), die Katapulte, eine Wurfmaschine, die, mit Sehnen bespannt, Pfeile u. dgl. schleudert; ὁ τὸν καταπέλτην βουλόμενος ἀφεῖναι Arist. Eth. 3, 1; Pol. 1, 53, 11 u. öfter, wie Sp., vgl. Vitruv. 10, 15. 18; οὔδ' εἰ καταπέλτην ὑπομένοιεν S. Emp. adv. gr. 145. – Auch ein Marterwerkzeug, D. Sic. 20, 71 Charit. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέλτης: -ου, (ἐκ τοῦ καταπάλλω, διὸ καὶ φέρεται ἡ γραφή: καταπάλτης ἐν Ἐπιγραφῖς, Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2360, 36, Ussing Ἀττ. Ἐπιγράμ. 57, 14)·- πολεμικὴ μηχανὴ δι’ ἧς ἔπαλλον, ἐξηκόντιζον βέλη, Λατ. catapulta, κατὰ πρῶτον ἀναφερόμενος ὑπὸ ποιητῶν τῆς μέσης Κωμῳδίας, ὁπότε ἡ Μακεδονικὴ δύναμις ἤρξατο γινομένη ἐπίφοβος, Μνησίμ. ἐν «Φιλίππ.» 1, Τιμοκλ. «ἐν Ἡρ.» κ. ἀφιέναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17· πρβλ. Ἀκουστ. 9, Peirzon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6, 16, Wess. 14, 42· καταπέλτας καὶ πετροβολικὰ ὄργανα Πολύβ. 1. 53, 11· καταπέλται τριπήχεις 5. 88, 7· καὶ πετροβόλους καταπέλτας Διόδ. 17. 45· καταπέλται ὀξυβελεῖς Ἀππ. Ἱσπ. 92· μεταφορ., οἱ λόγοι τοῦ Δημοσθένους, ὥσπερ καταπέλται καὶ κριοὶ διέσειον καὶ κατήραττον τὰ βουλεύματα τοῦ Φιλίππου Λουκ. (;) 1, 915· ὅταν πολιορκῇ Ἀθήνας μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς Ἀθήν. 12. (538, Β)· κατ. Μακεδονικοὶ Πολυδ. Α', 139· ἐν Ἐπιγρ. εὕρηται καί. κ. λιθοβόλοι, ὀξυβόλοι, εἰς τοὺς καταπέλτας νευρὰς ἐπέδωκεν Dittenb. 2) τὸ βέλος ἢ βλῆμα καθόλου τοῦ καταπέλτου, Ἡσύχ. ΙΙ. βασανιστήριόν τι ὄργανον, ὡς ὅπλον, χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἐξαρθροῦσι τὰ μέλη οι δήμιοι, ἣν οὐδὲν ἔκαμψεν, οὐδὲν ἐμαλάκισεν οὐκ ἀρθρέμβολον προτεινόμενον, οὐ τροχοὶ προβαλλόμενοι οὐ καταπέλται Γρηγορ. Ἐγκώμ. εἰς Μακκ., Διόδ. 20, 71, Χαρίτων 3, 4, Ἑβδ. (Δ' Μακκ. Η', 12).
French (Bailly abrégé)
v. καταπάλτης.
Greek Monolingual
ο (AM καταπέλτης, Α και επιγρ. καταπάλτης)
πολεμική μηχανή με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες
νεοελλ.
1. ναυτ. μηχανισμός τών αεροπλανοφόρων ο οποίος χρησιμοποιείται για την εκτίναξη και απονήωση τών αεροπλάνων
2. φρ. (για απροσδόκητη συμφορά) «μού ήλθε καταπέλτης» — μέ βρήκε ξαφνικά χωρίς να το περιμένω, μέ άφησε κατάπληκτο
μσν.
βασανιστήριο όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα μέλη τών καταδίκων
αρχ.
το βέλος ή το βλήμα πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα βλήμα καταπέλτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πέλτης / -πάλτης (< πάλλω «στριφογυρίζω»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].
Russian (Dvoretsky)
καταπέλτης: v. l. κατα-πάλτης, ου ὁ (лат. catapulta) катапельт или катапульта
1) стрелометательная машина Arst., Polyb., Plut.;
2) орудие пытки Diod.