ἀνακολπάζω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνακολπάζω]] (Α)<br />[[ανασηκώνω]] το [[κάτω]] [[μέρος]] του ενδύματος μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κολπάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]. | |mltxt=[[ἀνακολπάζω]] (Α)<br />[[ανασηκώνω]] το [[κάτω]] [[μέρος]] του ενδύματος μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κολπάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακολπάζω:''' подбирать одежду, подпоясываться Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(κόλπος)
A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.
German (Pape)
[Seite 193] Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακολπάζω: (κόλπος), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
Greek Monolingual
ἀνακολπάζω (Α)
ανασηκώνω το κάτω μέρος του ενδύματος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολπάζω < κόλπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακολπάζω: подбирать одежду, подпоясываться Arph.