κοινοτροφικός: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινοτροφικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κοινή]] [[φύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κοινοτροφική</i> (ενν. [[επιστήμη]])<br />[[κοινή]] [[φύση]] ή [[ανατροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τροφικός]], με [[επίδραση]] ενός αμάρτυρου <i>κοινο</i>-<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])]. | |mltxt=[[κοινοτροφικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κοινή]] [[φύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κοινοτροφική</i> (ενν. [[επιστήμη]])<br />[[κοινή]] [[φύση]] ή [[ανατροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τροφικός]], με [[επίδραση]] ενός αμάρτυρου <i>κοινο</i>-<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοινοτροφικός:''' касающийся общественного (вос)питания ([[ἐπιστήμη]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (τρέφω)
A of or for group rearing, ἐπιστήμη Pl.Plt.264d, 267d; ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη) group rearing, ib.261e, 264b, etc.
German (Pape)
[Seite 1469] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοτροφικός: -ή, -όν, (τρέφω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κοινὴν φύσιν, ἐπιστήμη Πλάτ. Πολιτικ. 264D, 267D· ἡ -κή (δηλ. ἐπιστήμη), κοινὴ φύσις ἢ ἀνατροφή, ὁ αὐτ. 261Ε, 264Β, κτλ.
Greek Monolingual
κοινοτροφικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση
2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη)
κοινή φύση ή ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου κοινο-τρόφος < κοινός + -τρόφος (< τροφή < τρέφω)].
Russian (Dvoretsky)
κοινοτροφικός: касающийся общественного (вос)питания (ἐπιστήμη Plat.).