καταβάτης: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(19)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten).
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰτης Medium diacritics: καταβάτης Low diacritics: καταβάτης Capitals: ΚΑΤΑΒΑΤΗΣ
Transliteration A: katabátēs Transliteration B: katabatēs Transliteration C: katavatis Beta Code: kataba/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who dismounts and fights on foot, Pl.Criti.119b.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, ein Wagenkämpfer, der auch absteigt u. zu Fuße kämpft, Plat. Critia. 119 b; Hesych. erkl. ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης. S. auch καταιβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάτης: βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος πεζῇ, Πλάτ. Κριτίας 119Β.

Greek Monolingual

καταβάτης, ὁ (Α) καταβαίνω
1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.)
2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten).