βώμιος: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βώμιος:''' -ον και -α, -ον ([[βωμός]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε βωμό, σε θυσιαστήριο, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ικέτη· <i>βωμία ἐφημένη</i>, ευρισκομένη κοντά στο βωμό, στον ίδ. | |lsmtext='''βώμιος:''' -ον και -α, -ον ([[βωμός]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε βωμό, σε θυσιαστήριο, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ικέτη· <i>βωμία ἐφημένη</i>, ευρισκομένη κοντά στο βωμό, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βώμιος:''' и 3 алтарный ([[ἐσχάραι]] Eur.): ἀκτὰν παρὰ βώμιον Soph. у подножья алтаря; βώμιοι λιταί Eur. молитвы перед алтарем; β. ἐφήμενος Eur. сидящий у алтаря. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, also α, ον, v. infr.: (βωμός):—
A of an altar, ἀκτὰν πάρα βώμιον S.OT183 (lyr.); βώμιοι ἐσχάραι E.Ph.274; β. ἕδρη Orph.A. 992. 2 of a suppliant, βωμία ἐφημένη at the altar, E.Supp.93, cf. S.Ant.1301; ἀμφὶ βωμίους λιτάς E.Ph.1749 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 469] auch 2 Endungen, Eur. Phoen. 281, zum Altar gehörig, auf dem Altar sitzend; Soph. Ant. 1301; βωμία ἐφημένη Eur. Suppl. 105; ἐπιστάται I. T. 1284; öfter; auch sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βώμιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, ἴδε κατωτ.· (βωμός)· ― ὁ ἀνήκων εἰς βωμόν, ἀκτὰν παρὰ βώμιον Σοφ. Ο. Τ. 184· βώμιοι ἐσχάραι Εὐρ. Φοιν. 274. 2) ἐπὶ ἱκέτου, βωμία ἐφημένη, παρὰ τὸν βωμόν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 93, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1301· ἀμφὶ βωμίους λιτὰς Εὐρ. Φοίν. 1750. ― βωμικός, Βull. Cor. Hell. 11, 600.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 de l’autel;
2 qui se tient ou se fait devant l’autel.
Étymologie: βωμός.
Greek Monolingual
βώμιος, -ον και -α, -ον (Α) βωμός
1. αυτός που ανήκει στον βωμό
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει προσφύγει στον βωμό. ικέτης.
Greek Monotonic
βώμιος: -ον και -α, -ον (βωμός),
1. αυτός που ανήκει σε βωμό, σε θυσιαστήριο, σε Σοφ., Ευρ.
2. λέγεται για ικέτη· βωμία ἐφημένη, ευρισκομένη κοντά στο βωμό, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βώμιος: и 3 алтарный (ἐσχάραι Eur.): ἀκτὰν παρὰ βώμιον Soph. у подножья алтаря; βώμιοι λιταί Eur. молитвы перед алтарем; β. ἐφήμενος Eur. сидящий у алтаря.