προσαραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' [[προσαρμόζω]]· παρακ. βʹ <i>προσάρᾱρα</i>, Ιων. <i>-άρηρα</i>· αμτβ., προσαρμόζομαι, <i>ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</i>, [[καλά]] προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. <i>προσαρήρεται</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' [[προσαρμόζω]]· παρακ. βʹ <i>προσάρᾱρα</i>, Ιων. <i>-άρηρα</i>· αμτβ., προσαρμόζομαι, <i>ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</i>, [[καλά]] προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. <i>προσαρήρεται</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε ’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: προσαραρίσκω Low diacritics: προσαραρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: prosararískō Transliteration B: prosarariskō Transliteration C: prosararisko Beta Code: prosarari/skw

English (LSJ)

   A fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῑς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].

Greek Monotonic

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε ’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.