ἀδαμαντόδετος: Difference between revisions
From LSJ
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδᾰμαντόδετος:''' -ον, [[σιδηροδέσμιος]], δεμένος με χαλύβδινους δεσμούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀδᾰμαντόδετος:''' -ον, [[σιδηροδέσμιος]], δεμένος με χαλύβδινους δεσμούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδᾰμαντόδετος:''' скованный сталью, в стальных оковах (λῦμαι, [[πόνος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A iron-bound, λῦμαι A.Pr.148,426(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδᾱμαντόδετος: -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans des liens d’acier.
Étymologie: ἀδάμας, δέω.
Spanish (DGE)
(ἀδᾰμαντόδετος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que ata con aceroref. a Prometeo λύμαι ultrajes que atan con acero A.Pr.148.
Greek Monotonic
ἀδᾰμαντόδετος: -ον, σιδηροδέσμιος, δεμένος με χαλύβδινους δεσμούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰμαντόδετος: скованный сталью, в стальных оковах (λῦμαι, πόνος Aesch.).