παιδουργία: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παιδουργία:''' ἡ Soph., Plat. = [[παιδοποιΐα]]. | |elrutext='''παιδουργία:''' ἡ Soph., Plat. = [[παιδοποιΐα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παιδουργία -ας, ἡ [παιδουργός] het voortbrengen van kinderen; concr.. δύστεκνον παιδουργίαν een broedplaats van ongelukskinderen (van Iocaste) Soph. OT 1248. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = παιδοποιία, Pl.Lg.775c. II = γυνὴ παιδοποιός (abstract for concrete), a mother, S.OT1248.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ, Kinderzeugung; Soph. O. R. 1248 Plat. Legg. VI, 775 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδουργία: παιδοποιία, Πλάτ. Νόμ. 775C. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1248,= γυνὴ παιδοποιὸς (τὸ ἀφῃρημένον ἀντὶ συγκεκριμένου), μήτηρ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. παιδοποιΐα.
Étymologie: παῖς, ἔργον.
Greek Monolingual
παιδουργία, ἡ (Α) παιδουργός
1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία
2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά.
Greek Monotonic
παιδουργία: ἡ,
I. = παιδοποιία, σε Πλάτ.
II. σε Σοφ. γυνὴ παιδοποιός, μητέρα.
Russian (Dvoretsky)
παιδουργία: ἡ Soph., Plat. = παιδοποιΐα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδουργία -ας, ἡ [παιδουργός] het voortbrengen van kinderen; concr.. δύστεκνον παιδουργίαν een broedplaats van ongelukskinderen (van Iocaste) Soph. OT 1248.