Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(nl)
(4)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.
|elnltext=πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσῑνής:''' зловредный (μυχοῦ [[ἄφερκτος]] πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].

Greek Monotonic

πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυσῑνής: зловредный (μυχοῦ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).