Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκήρετμος: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που έχει άσπρα [[κουπιά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λευκήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που έχει άσπρα [[κουπιά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκήρετμος:''' беловесельный, с белыми веслами ([[Ἄρης]], sc. [[στόλος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρετμος Medium diacritics: λευκήρετμος Low diacritics: λευκήρετμος Capitals: ΛΕΥΚΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: leukḗretmos Transliteration B: leukēretmos Transliteration C: lefkiretmos Beta Code: leukh/retmos

English (LSJ)

ον,

   A with white oars, Ἄρης E.IA283 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 33] mit weißen Rudern, Eur. I. A. 283.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρετμος: -ον, ἔχων λευκὰς κώπας, Ἄρης Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 283.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rames blanches.
Étymologie: λευκός, ἐρετμός.

Greek Monolingual

λευκήρετμος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκά κουπιάλευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευ-ή-ρετμος, φιλ-ήρετμος)].

Greek Monotonic

λευκήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει άσπρα κουπιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρετμος: беловесельный, с белыми веслами (Ἄρης, sc. στόλος Eur.).