κάμμορος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάμμορος:''' -ον, Επικ. αντί <i>κατάμορος</i>, υποκείμενος στην [[μοίρα]], έρμαιος αυτής, δηλ. [[κακόμοιρος]], [[κακότυχος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κάμμορος:''' -ον, Επικ. αντί <i>κατάμορος</i>, υποκείμενος στην [[μοίρα]], έρμαιος αυτής, δηλ. [[κακόμοιρος]], [[κακότυχος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάμμορος -ον [κατά, μόρος] gebukt onder het lot, ongelukkig. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Ep. for κατάμορος,
A subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)
German (Pape)
[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμορος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, κακόμοιρος, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux.
Étymologie: par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de κατά, μόρος.
English (Autenrieth)
(κατάμορος): ‘given over to fate,’ hence, ill-starred, hapless.
Greek Monolingual
κάμμορος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < κάτ-μορος < κατά-μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η γλώσσα του Ησύχ. κάσμορος
δύστηνος (< κάτσμορος)].
Greek Monotonic
κάμμορος: -ον, Επικ. αντί κατάμορος, υποκείμενος στην μοίρα, έρμαιος αυτής, δηλ. κακόμοιρος, κακότυχος, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάμμορος -ον [κατά, μόρος] gebukt onder het lot, ongelukkig.