ἄδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδεσμος:''' -ον, [[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]]· [[ἄδεσμος]] [[φυλακή]], Λατ. libera [[custodia]], ο [[δικός]] μας «[[λόγος]] [[τιμής]]», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς [[ἄδεσμος]], [[συναρμογή]] ασύνδετη, [[χωρίς]] [[δέσιμο]], λέγεται για το [[στεφάνι]] των ικετών, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄδεσμος:''' -ον, [[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]]· [[ἄδεσμος]] [[φυλακή]], Λατ. libera [[custodia]], ο [[δικός]] μας «[[λόγος]] [[τιμής]]», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς [[ἄδεσμος]], [[συναρμογή]] ασύνδετη, [[χωρίς]] [[δέσιμο]], λέγεται για το [[στεφάνι]] των ικετών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδεσμος:''' <b class="num">1)</b> не связанный, нескованный: ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Thuc. держать кого-л. под арестом, но без оков; [[βαλάντιον]] ἄδεσμον Plut. незавязанный кошель, перен. неумеренная щедрость;<br /><b class="num">2)</b> сковывающий: δεσμὸς ἄ. Eur. не сковывающие, т. е. добровольно наложенные на себя оковы.
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδεσμος Medium diacritics: ἄδεσμος Low diacritics: άδεσμος Capitals: ΑΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ádesmos Transliteration B: adesmos Transliteration C: adesmos Beta Code: a)/desmos

English (LSJ)

ον,

   A unfettered, unbound, ἄ. φυλακή, Lat. libera custodia, 'parole', Th.3.34, D.H.1.83, etc.; βαλλάντια ἄ. open purses, Plu.2.503c; δεσμὸν ἄδεσμον φυλλάδος, of suppliant's wreath, E. Supp.32; unbandaged, Gal.18(2).505.

German (Pape)

[Seite 33] ungefesselt, φυλακή, freie Hast, Thuc. 3, 34; Dion. H. 1, 83, u. sonst; auch δεσμὸς ἄδ., Eur. Suppl. 43, die keine Fessel ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεσμος: -ον, ὁ ἄνευ δεσμῶν, ἀδέσμευτος, ἄδ. φυλακή, λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ τιμῆς, Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lien : ἄδεσμος φυλακή THC captivité (sous bonne garde, mais) sans fers ni prison ; ἄδεσμα βαλλάντια PLUT bourse ouverte.
Étymologie: ἀ, δεσμός.

Spanish (DGE)

-ον
1 suelto, no atado ἀ. φυλακή prisión sin cadenas Th.3.34, cf. Fabius Pictor 4b.83.2, D.C.47.23.2, ἐν φρουραῖς ἀδέσμοις D.C.Epit.9.30.9, βαλλάντια ἄ. bolsas sin ataduras Plu.2.503c
fig. δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα φυλλάδος teniendo esta ligadura del follaje (ref. a las ramas de las suplicantes) que no es ligadura E.Supp.32.
2 no vendado Gal.18(2).505.

Greek Monotonic

ἄδεσμος: -ον, αδέσμευτος, ελεύθερος· ἄδεσμος φυλακή, Λατ. libera custodia, ο δικός μας «λόγος τιμής», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς ἄδεσμος, συναρμογή ασύνδετη, χωρίς δέσιμο, λέγεται για το στεφάνι των ικετών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδεσμος: 1) не связанный, нескованный: ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Thuc. держать кого-л. под арестом, но без оков; βαλάντιον ἄδεσμον Plut. незавязанный кошель, перен. неумеренная щедрость;
2) сковывающий: δεσμὸς ἄ. Eur. не сковывающие, т. е. добровольно наложенные на себя оковы.