ἀγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγέννητος:''' -ον ([[γεννάω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει γεννηθεί· [[ἀγέννητος]] τότ' ἦ, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀγεννής]], ταπεινής καταγωγής [[άνθρωπος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀγέννητος:''' -ον ([[γεννάω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει γεννηθεί· [[ἀγέννητος]] τότ' ἦ, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀγεννής]], ταπεινής καταγωγής [[άνθρωπος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγέννητος:''' <b class="num">1)</b> не родившийся (еще) на свет Soph.;<br /><b class="num">2)</b> филос. нерожденный, несотворенный, т. е. не имеющий начала ([[εἶδος]] Plat.; [[θεός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> безродный, низкого происхождения, незнатный Soph.
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέννητος Medium diacritics: ἀγέννητος Low diacritics: αγέννητος Capitals: ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: agénnētos Transliteration B: agennētos Transliteration C: agennitos Beta Code: a)ge/nnhtos

English (LSJ)

ον, (γεννάὠ

   A unbegotten, unborn, ἀ. τότ' ἦ S.OC973: unoriginated, Pl.Ti.52a. Adv., ἀναιτίως καὶ ἀ. Plu. 2.1015b codd.    2 non-existent, αἰτία Aret.SD2.11.    II = ἀγεννής, low-born, mean, S.Tr.61.    III Act., not productive, Thphr.CP6.10.1. Adv. -τως without leaving issue, Epigr.Gr.333a (Perg.).

German (Pape)

[Seite 12] 1) nicht erzeugt, Soph. O. C. 977; Plut. de an. procr. e Tim. 4, neben ἀναιτίως 6. – 2) = ἀγεννής, Soph. Fr. 61 (nachher steht dafür δούλη). – 3) nichts hervorbringend, Theophr. Vgl. ἀγένητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέννητος: -ον, (γεννάω), ὡς τὸ ἀγέννητος, ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν ἀρχήν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ ἀγεννής, ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non engendré, non créé, qui n’est pas né;
2 de naissance basse ou honteuse.
Étymologie: ἀ, γεννάω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no engendrado, nunca nacido ἀ. τότ' ἦ S.OC 973.
2 ingénito, increado como cualidad del alma ἀ. καὶ ἀνώλεθρος Pl.Ti.52a
como nombre Innatus de un eón de Epífanes, Iren.Lugd.Haer.1.11.5
τὸ ἀθάνατον καὶ ἀγέννητον Philostr.VA 6.11, de Dios ὁ μόνος ἀ. καὶ ἀβασίλευτος Const.App.8.5.1, cf. Gr.Naz.M.36.89A, Pamph.Mon.Solut.6.49.
3 inexistente, que no tiene fundamento αἰτία Aret.SD 2.11.9.
II de bajo linaje κἀξ ἀγεννήτων ἄρα μῦθοι καλῶς πίπτουσιν S.Tr.61.
III no productivo Thphr.CP 6.10.1.
IV adv. -ως de modo ingénito, de manera no generada συνυπάρχει ὁ υἱὸς ἀ. τῷ θεῷ Arius Ep.Eus.2.

Greek Monotonic

ἀγέννητος: -ον (γεννάω),
I. αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει γεννηθεί· ἀγέννητος τότ' ἦ, σε Σοφ.
II. όπως το ἀγεννής, ταπεινής καταγωγής άνθρωπος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέννητος: 1) не родившийся (еще) на свет Soph.;
2) филос. нерожденный, несотворенный, т. е. не имеющий начала (εἶδος Plat.; θεός Plut.);
3) безродный, низкого происхождения, незнатный Soph.