ἄκραντος: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), όπως το Επικ. [[ἀκράαντος]], [[ανεκπλήρωτος]], [[απραγματοποίητος]], [[άκαρπος]], σε Πινδ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[μάταια]], στον ίδ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), όπως το Επικ. [[ἀκράαντος]], [[ανεκπλήρωτος]], [[απραγματοποίητος]], [[άκαρπος]], σε Πινδ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[μάταια]], στον ίδ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκραντος:''' эп. [[ἀκράαντος]] 2<br /><b class="num">1)</b> несбывшийся или несбыточный, бесцельный, напрасный, пустой (ἔπεα Hom., Pind.; ἐλπίδες Pind.; τέχναι Κάλχαντος Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> бесконечный, нескончаемый ([[νύξ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, poet. Adj. (in Hom. ἀκράαντος, q. v.),
A unfulfilled, fruitless, idle, ἔπεα, ἐλπίδες, Pi.O.1.86, P.3.23; τέχναι A.Ag.249:— neut.pl. as Adv., in vain, Pi.O.2.87; ἄκραντα βάζω A.Ch.882; οὐδ' ἄκρανθ' ὡρμήσαμεν E.Ba.435, cf. 1231; ἄκραντ' ὀδύρῃ Supp.770. 2 ineffectual, νύξ A.Ch.65.
German (Pape)
[Seite 80] unvollendet, nicht in Erfüllung gehend, Pind. ἐλπίδες P. 3, 23; ἔπεα Ol. 1, 86; ἄκραντα γαρύειν Ol. 2, 96, wie Aesch. βάζειν Ch. 869 (vgl. ἄκραντα ἠκούσατε Eur. Iph. T. 520; Bacch. 1229); τέχναι Κάλχαντος Ag. 240; νύξ Ch. 63, unendliche oder tiefe Nacht; ἄκραντα adv., ὁρμᾶν Eur. Bacch. 435; βακχεύειν Herc. Fur. 897.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκραντος: -ον, ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ Ὁμηρ. ἀκράαντος, = ἀνεκτέλεστος, ἀνεκπλήρωτος, ἄκαρπος, ἀργός, ἔπεα, ἐλπίδες, Πινδ. Ο. 1. 137, Π. 3. 41· τέχναι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ματαίως, Πινδ. Ο. 2. 158· ἄκραντα βάζω, Αἰσχύλ. Χο. 882· οὐδ’ ἄκραντ’ ἐκάμνομεν, Εὐρ. Βάκχ. 435· ἄκραντ’ ὀδύρει, ὁ αὐτ. Ἱκ. 770. - Περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρατος, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se réalise pas, sans résultat (parole, espérance) ; adv. • ἄκραντα en vain;
2 qui ne finit pas.
Étymologie: ἀ, κραίνω.
English (Slater)
ᾰκραντος, -ον
1 not to be fulfilled οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι (O. 1.86) ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23) n. pl. pro subs. μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον (O. 2.87)
Spanish (DGE)
-ον
que no se cumple, vano ἔπεα Pi.O.1.86, ἐλπίδες Pi.P.3.23, τέχναι Κάλχαντος A.A.249
•neutr. plu. como adv. en vano κόρακες ὣς ἄ. γαρυέτων Pi.O.2.87, ἀκούειν E.Ba.1231, ὁρμᾶν E.Ba.435, βακχεύειν E.HF 898.
Greek Monolingual
ἄκραντος, -ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α)
1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα
μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» — ο δε τ. ἄκραντος < κραίνω].
Greek Monotonic
ἄκραντος: -ον (κραίνω), όπως το Επικ. ἀκράαντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, άκαρπος, σε Πινδ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., μάταια, στον ίδ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκραντος: эп. ἀκράαντος 2
1) несбывшийся или несбыточный, бесцельный, напрасный, пустой (ἔπεα Hom., Pind.; ἐλπίδες Pind.; τέχναι Κάλχαντος Aesch.);
2) бесконечный, нескончаемый (νύξ Aesch.).