ἀμεριμνία: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμεριμνία]], η (AM) [[ἀμέριμνος]]<br /><b>1.</b> [[αμεριμνησία]], [[ξενοιασιά]]<br /><b>2.</b> [[ασφάλεια]], [[σιγουριά]].
|mltxt=[[ἀμεριμνία]], η (AM) [[ἀμέριμνος]]<br /><b>1.</b> [[αμεριμνησία]], [[ξενοιασιά]]<br /><b>2.</b> [[ασφάλεια]], [[σιγουριά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεριμνία:''' ἡ беззаботность Plut.
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεριμνία Medium diacritics: ἀμεριμνία Low diacritics: αμεριμνία Capitals: ΑΜΕΡΙΜΝΙΑ
Transliteration A: amerimnía Transliteration B: amerimnia Transliteration C: amerimnia Beta Code: a)merimni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from care, Plu.2.83oa, Secund.Sent.8b; ἀ. τῆς δεσποτείας Hdn.2.4.6.    2 as law-term, guarantee, release, IG14.956; τινός PLips.59; receipt, Just.Nov.128.    II personified, Σεβαστῶν Ἀ., = Securitas Augustorum, CIG2778 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, dass., securitas, Hdn. 2, 4, 13; Plut. de vit. aer. al. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεριμνία: ἡ, ἔλλειψις μεριμνῶν, ἀφροντισία, Λατ. securitas, Πλουτ. 2. 830Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2778· ἀμ. τῆς δεσποτείας Ἡρωδιαν. 2. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence d’inquiétude.
Étymologie: ἀμέριμνος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de preocupaciones, tranquilidad ὁ ταμίας τῶν ὕπνων καὶ χορηγὸς τῆς ἀμεριμνίας I.BI 1.627, μηδ' ἀφαιροῦ τῆς πενίας ... τὴν ἀ. no prives a la pobreza de su falta de preocupaciones Plu.2.830a, ἀμεριμνίας ἐμπόδιον (ἡ γυνή) (la mujer) es un obstáculo para la tranquilidad Secund.Sent.10, ἀ. καὶ ἀλυπία Artem.2.55, πρὸς τὴν τῆς χώρας ἀσφάλειαν καὶ ἀ. BGU 372.2.7 (II d.C.), ἔσκωπτον οὖν αὐτὸν ἀεὶ τῆς ἀμεριμνίας solía burlarme de él por su despreocupación Ach.Tat.1.7.2, ἵν' ... τὴν ἀμεριμνίαν κτήσηται ὁ φιλόσοφος Clem.Al.Strom.2.20.120, ἐν πόλεσιν ἀμεριμνίας en ciudades seguras Al.Is.32.18, πρὸς δὲ ἀμεριμνίαν σου τήνδε τὴν ὁμολογίαν σοι ἐξεδόμην para tu tranquilidad te he dado este contrato, POxy.1627.20 (IV a.C.)
c. gen. seguridad, confianza ἔδωκέ τε γεωργοῦσιν ἀτέλειαν πάντων ... καὶ ... δεσποτείας ἀμεριμνίαν Hdn.2.4.6, ἐν ἀμεριμνίᾳ θεοῦ Ign.Pol.7.1, τοῦ τέλους τοῦ πορνικοῦ πολλὴν ἀμεριμνίαν ... ἔχειν despreocuparse del impuesto sobre la prostitución, IPE 4.81.14 (Quersoneso II a.C.)
personif. Σεβαστῶν Ἀ. Securitas Augustorum, CIG 2778 (Afrodisias II/III a.C.).
2 despreocupación, abandono, pereza Ephr.Syr.3.323F.
3 garantía, seguridad, fianza ἀμεριμνίας ἕνεκεν [καὶ] ἀπραγμοσύνης IUrb.Rom.246.B.4, κα[τ]' ἀμεριμνί[α] ς τόπον POxy.34.1.3, εἰ<ς> συινπλήρωσιν (sic) τῆς ἀ. PLips.59.20 (IV a.C.), cf. PLond.1728.24 (VI d.C.)
recibo τὰς ἀποχὰς ἤτοι ἀμεριμνίας trad. lat. securitates Iust.Nou.128.3.
4 extraña trad. del hebr. rahas ‘lavarse’ Sm.Ps.59.10, 107.10.

Greek Monolingual

ἀμεριμνία, η (AM) ἀμέριμνος
1. αμεριμνησία, ξενοιασιά
2. ασφάλεια, σιγουριά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεριμνία: ἡ беззаботность Plut.