ἄπληστος: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπληστος:''' -ον ([[πίμπλημι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακόρεστος]], [[ανικανοποίητος]], [[πλεονέκτης]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἄπληστος]] χρημάτων, [[ακόρεστος]] στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἀπλήστως]] ἔχειν, είμαι [[ανικανοποίητος]], σε Πλάτ.· [[ἀπλήστως]] διακεῖσθαι ή ἔχειν [[πρός]] τι, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἄπληστος:''' -ον ([[πίμπλημι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακόρεστος]], [[ανικανοποίητος]], [[πλεονέκτης]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἄπληστος]] χρημάτων, [[ακόρεστος]] στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἀπλήστως]] ἔχειν, είμαι [[ανικανοποίητος]], σε Πλάτ.· [[ἀπλήστως]] διακεῖσθαι ή ἔχειν [[πρός]] τι, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπληστος:''' <b class="num">1)</b> ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;<br /><b class="num">2)</b> неистощимый ([[χαρά]] Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;<br /><b class="num">3)</b> опустевший, покинутый ([[κοίτη]] Eur. - v. l. [[ἄπλατος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sts. confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v. 2 c. gen., ἄ. χρημάτων, αἵματος, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.; κακῶν A.Eu. 976 (lyr.). II Adv. -τως, ἔχειν Pl.Grg.493c, al.; ἀ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14, Isoc.5.135,8.7: also neut. pl. as Adv., αἰάξας ἄπληστα CIG2240 (Chios).
German (Pape)
[Seite 292] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, χαρά Soph. El. 1328; φροντίς Aesch. Eum. 933.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· πολλάκις συγχέεται τῷ ἄπλαστος (ὅ ἐ. ἄπλατος), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, ἀκόρεστος εἰς χρήματα, αἷμα, Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· περί τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 insatiable de, gén.;
2 inassouvi.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 insaciable de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones codicioso c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.R.442a, Lg.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί codiciosos traficantes de esclavos Ar.Pl.521, ἀνήρ LXX Pr.28.25, cf. Hp.Ep.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e
•en rel. c. otras cosas que no se sacia c. gen. κακῶν E.Hel.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un pez λαίμαργος ... καὶ ἄπληστος Arist.HA 591b2
•de abstr. insaciable c. gen. Στάσις ... ἄ. κακῶν A.Eu.976, χάρις γόων E.Supp.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.Smp.4.25, ἡδονή Ph.1.316, D.C.48.37.4, ἐπιθυμία Ph.2.377, ὄρεξις Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.
2 fig. de abstr. interminable, ilimitado βοή S.El.1336, εὐωχία Plb.6.8.5, ἀ. χαρά ilimitada alegría Eus.VC 1.39, συγγραφὴ ἄ. una obra desmesurada Gr.Naz.M.35.1108B
•neutr. plu. adv. αἰ[ά] ξας ἄπληστα llorando interminablemente, GVI 1420.7 (Quíos).
3 adv. -ως insaciablemente φαγόντες Hp.Int.42, ἔχοντος Pl.Grg.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.Ep.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν ἀ. διακεῖσθαι X.Cyr.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν σύριγγα) ἔβλεπεν ἀ. no se hartaba de mirarla Longus 1.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπληστος, -ον) πίμπλημι
ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης.
Greek Monotonic
ἄπληστος: -ον (πίμπλημι)·
I. 1. ακόρεστος, ανικανοποίητος, πλεονέκτης, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με γεν., ἄπληστος χρημάτων, ακόρεστος στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίρρ., ἀπλήστως ἔχειν, είμαι ανικανοποίητος, σε Πλάτ.· ἀπλήστως διακεῖσθαι ή ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄπληστος: 1) ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;
2) неистощимый (χαρά Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;
3) опустевший, покинутый (κοίτη Eur. - v. l. ἄπλατος).