ἀποφύω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυτρώνω]], [[βγάζω]] ρίζες<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[μεγαλώνω]] ως [[παραφυάδα]]<br /><b>3.</b> έχω διαφορετική [[φύση]] από κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=[[ἀποφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυτρώνω]], [[βγάζω]] ρίζες<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[μεγαλώνω]] ως [[παραφυάδα]]<br /><b>3.</b> έχω διαφορετική [[φύση]] από κάποιον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποφύω:''' вырастать, рождаться, возникать (Arst. - v. l. ἀπέφηνεν).
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφύω Medium diacritics: ἀποφύω Low diacritics: αποφύω Capitals: ΑΠΟΦΥΩ
Transliteration A: apophýō Transliteration B: apophyō Transliteration C: apofyo Beta Code: a)pofu/w

English (LSJ)

   A produce, ῥίζας Thphr.HP1.6.4; of veins, send out branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., grow afresh, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν Thphr.CP4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.Pr.89.    II part asunder, separate, Hsch.

German (Pape)

[Seite 335] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, πρός τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφύω: φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς παραφυάς, μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ ζῷον ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, πρός τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

I 1tr. en v. act. hacer nacer, brotar bot. ταύτας (sc. τὰς ῥίζας) Thphr.HP 1.6.4
anat. ramificar φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.
2 intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. nacer de ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι ἄχρι πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal Hp.Art.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.CP 4.8.5 fig. surgir ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.Pr.89.
II faltar, estar ausente τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.Eun.2.131.

Greek Monolingual

ἀποφύω (Α)
1. φυτρώνω, βγάζω ρίζες
2. (-ομαι)
μεγαλώνω ως παραφυάδα
3. έχω διαφορετική φύση από κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφύω: вырастать, рождаться, возникать (Arst. - v. l. ἀπέφηνεν).