βορβορυγμός: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]].
|mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]].
}}
{{elru
|elrutext='''βορβορυγμός:''' ὁ урчание в животе Luc.
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβορυγμός Medium diacritics: βορβορυγμός Low diacritics: βορβορυγμός Capitals: ΒΟΡΒΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: borborygmós Transliteration B: borborygmos Transliteration C: vorvorygmos Beta Code: borborugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.

Greek Monolingual

ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.

Russian (Dvoretsky)

βορβορυγμός: ὁ урчание в животе Luc.