γεώργιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(8)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεώργιον]], το (AM) [[γεωργός]]<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]], η [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> η [[καλλιέργεια]]<br /><b>3.</b> ο [[πνευματικός]] [[καρπός]], η [[ηθική]] [[ωφέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η καλλιεργημένη γη<br /><b>2.</b> [[έκταση]] φυτεμένη με οπωροφόρα δέντρα.
|mltxt=[[γεώργιον]], το (AM) [[γεωργός]]<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]], η [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> η [[καλλιέργεια]]<br /><b>3.</b> ο [[πνευματικός]] [[καρπός]], η [[ηθική]] [[ωφέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η καλλιεργημένη γη<br /><b>2.</b> [[έκταση]] φυτεμένη με οπωροφόρα δέντρα.
}}
{{elru
|elrutext='''γεώργιον:''' τό пашня, нива NT.
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώργιον Medium diacritics: γεώργιον Low diacritics: γεώργιον Capitals: ΓΕΩΡΓΙΟΝ
Transliteration A: geṓrgion Transliteration B: geōrgion Transliteration C: georgion Beta Code: gew/rgion

English (LSJ)

τό,

   A field, Ph.Bel.96.49 (pl.), Theagen.17 (pl.), BGU1092.10 (iv A. D.); orchard, Str.14.5.6: metaph., Θεοῦ γ. 1 Ep.Cor.3.9.    II husbandry, LXX Si.27.6.    III crop, ib.Pr.24.5.    IV in pl., tax on land, dub. in SIG311.9 (Lagina, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 488] τό, 1) Acker, Theagenes bei Schol. Pind. N. 3, 21; Strab. XIV p. 671. – 2) Ackerbau, Philo. – 3) Frucht vom Ackerbau, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεώργιον: τό, χωράφι, ἀγρός, Θεαγέν. παρὰ Σχολ. Πινδ. Ν. 3. 21 (36), Στράβ. 671. ΙΙ. καλλιεργία, Ἑβδ. (Σειράχ κζ΄, 6). ΙΙΙ. εἰσόδημα (Παροιμ. 24. 5).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 campo cultivado, tierra de labor, finca ἄν τις οὕτως κατασκευάζῃ καθάπερ ἐν τοῖς γεωργίοις Arist.Pol.1330b29, ἀτέλειαν ... τῶν γεωργίω[ν πά] ν[τ] ων IStratonikeia 501.9 (Lagina IV a.C.), ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρειν Theogenes 1, γ. μέγαν LXX Pr.24.5, cf. Ph.Mech.96.49, PCair.Zen.651.3 (III a.C.), PTeb.72.370, UPZ 110.48 (ambos II a.C.), BGU 1092.10 (IV d.C.), PSI 836.2 (VI d.C.)
fig. de una congregación cristiana Θεοῦ γ. campo de Dios, 1Ep.Cor.3.9, Origenes Hom.18.5 in Ier.
2 fruto ἄνθρωπος δὲ γ. ἐστι γάμου Anon.V.Thecl.6.50
fig. σώφρονι συμπότῃ οἶνος εἷς, ἑνὸς γ. θεοῦ Clem.Al.Paed.2.2.30.
4 agricultura LXX Si.27.6.

English (Strong)

neuter of a (presumed) derivative of γεωργός; cultivable, i.e. a farm: husbandry.

English (Thayer)

γεωργίου, τό, a (cultivated) field: A. V. husbandry (with margin tillage)). (Theag. in schol. Pindar Nem. 3,21; Strabo 14,5, 6, p. 671; (others).)

Greek Monolingual

γεώργιον, το (AM) γεωργός
1. ο καρπός, η σοδειά
2. η καλλιέργεια
3. ο πνευματικός καρπός, η ηθική ωφέλεια
αρχ.
1. η καλλιεργημένη γη
2. έκταση φυτεμένη με οπωροφόρα δέντρα.

Russian (Dvoretsky)

γεώργιον: τό пашня, нива NT.