γεηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεηρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[χώμα]] ή προέρχεται απ' αυτό<br /><b>2.</b> ο [[γήινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γέα</i>, <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> (παραγ. κατάλ.) -<i>ηρός</i>].
|mltxt=[[γεηρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[χώμα]] ή προέρχεται απ' αυτό<br /><b>2.</b> ο [[γήινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γέα</i>, <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> (παραγ. κατάλ.) -<i>ηρός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''γεηρός:''' состоящий из земли, земляной Plat., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:07, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεηρός Medium diacritics: γεηρός Low diacritics: γεηρός Capitals: ΓΕΗΡΟΣ
Transliteration A: geērós Transliteration B: geēros Transliteration C: geiros Beta Code: gehro/s

English (LSJ)

όν, (γέα)

   A of earth, earthy, Arist.GA743a12, etc.; γ. καὶ πετρώδη Pl.R.612a, cf. Hp.Aër.7; τὸ γ., opp. τὸ οὐράνιον, Them.Or. 32.359a.

German (Pape)

[Seite 478] erdig, Plat. Rep. X, 612 a; Arist. gen. an. 2, 6; respir. 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεηρός: ά, όν (γέα) ἐκ τῆς γῆς, γήϊνος, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 6, 55, κτλ.· γ. καὶ πετρώδη Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
terrestre.
Étymologie: γῆ.

Spanish (DGE)

-όν
1 de tierra, terroso λόφοι Hp.Aër.7, γεηρὰ καὶ πετρώδη Pl.R.612a, (τὰ μέρη) γεηρὰ λίαν (las partes) que tienen un exceso de tierra Arist.GA 743a12, cf. Alex.Aphr.189.16.
2 terrestre γεηρὰ σώματα Plot.2.1.6, cf. 4.5.1.
3 terrenal οἱ κτησάμενοι τούσδε τοὺς γεηροὺς θησαυρούς Manes 76.2
subst. op. οὐράνιον lo terreno Them.Or.32.359a.

Greek Monolingual

γεηρός, -όν (Α)
1. αυτός που περιέχει χώμα ή προέρχεται απ' αυτό
2. ο γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέα, γη + (παραγ. κατάλ.) -ηρός].

Russian (Dvoretsky)

γεηρός: состоящий из земли, земляной Plat., Arst., Plut.