διαμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμαρτάνω:''' <b class="num">1)</b> глубоко ошибаться, жестоко обманываться (τοῦ ἑταίρου Plat.; γνώμῃ Dem.; τῶν πάντων Plut.): τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες Isocr. обманувшиеся во всех своих надеждах: τὰ διημαρτημένα Plat. серьезные заблуждения, ошибки;<br /><b class="num">2)</b> не достигать, терпеть неудачу (περί τινος и ἔν τινι Arst.): δ. τῆς ὁδοῦ Thuc. сбиваться с дороги; δ. τῆς πράγματος Dem. сделать ложный шаг, просчитаться; δ. τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arst. быть далеким от идеального государственного строя.
}}
}}

Revision as of 18:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμαρτάνω Medium diacritics: διαμαρτάνω Low diacritics: διαμαρτάνω Capitals: ΔΙΑΜΑΡΤΑΝΩ
Transliteration A: diamartánō Transliteration B: diamartanō Transliteration C: diamartano Beta Code: diamarta/nw

English (LSJ)

fut.

   A -αμαρτήσομαι D.19.151:—strengthd. for ἁμαρτάνω, miss entirely, go quite astray from, τῆς ὁδοῦ Th.1.106; τοῦ πράγματος D.21.192, 51.2; τοῦ ἑταίρου Pl.Phdr.257d; τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arist.Pol.1293b25.    2 fail utterly of, fail of obtaining, τινός Th.2.78; τῶν ἐλπίδων Isoc.4.93; τοῦ ἀγῶνος Is.6.52; τῆς εἰρήνης D.18.30; δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ. not to miss both of two good things, Id.19.151.    3 abs., fail utterly, opp. τυγχάνω, Pl.Tht.178a; to be quite wrong, Macho 2.6; γνώμῃ in judgement, D.24.48,110; δ. τοῖς ὅλοις Arist.EN1098b28; ἐν τῇ ἀρχῇ ib.1163a3; περί τι Id.Oec. 1345b10:—Pass., τὰ πολλὰ . . διημαρτημένα utter failures, Pl.Lg.639e; διημαρτημένας δόξας Diogenian.Epicur.2.32; διημαρτημένος faulty, of style, Phld.Rh.1.8S., Longin.33.1, Demetr.Eloc.114 (also in act. sense, πολλαχῇ διημαρτημένου τοῦ Πλάτωνος Longin.32.8, cf. Plu.2.44e). Adv. διημαρτημένως Poll.6.205.

German (Pape)

[Seite 588] (s. ἁμαρτάνω), ganz verfehlen, gar nicht erreichen, τινός, Thuc. 1, 151; τοῦ ἑταίρου, Plat. Phaedr. 257 d u. öfter, wie τῶν ἀνθρώπων, ein Urtheil über, Rep. I, 334 d; ἐλπίδων, Isocr. 4, 93; τῆς ἐπιβουλῆς, 4, 148; γνώμης, Dem. 24, 109, u. öfter; auch pass., τὰ πολλὰ διημαρτημένα Plat. Legg. I, 639 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαρτάνω: μέλλ. -αμαρτήσομαι (Δημ. 388. 15)· - ἐπιτεταμένον τοῦ ἁμαρτάνω, ἐντελῶς ἀποτυγχάνω, ἐντελῶς παραπλανῶμαι ἀπὸ..., τῆς ὁδοῦ Θουκ. 1. 106· τοῦ πράγματος Δημ. 576, ἐν τέλ., 1228. 10· τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Φαίδρ. 257D· τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Ἀριστ. Πολ. 4. 8, 1. 2) ἀποτυγχάνω ἐντελῶς, δὲν ἐπιτυγχάνω νὰ λάβω ἢ ἀποκτήσω, τινὸς Θουκ. 2. 78· τῶν ἐλπίδων Ἰσοκρ. 60Α· τοῦ ἀγῶνος Ἰσαῖ. 61. 26· τῆς εἰρήνης Δημ. 235. 29· δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ., δὲν ἀποτυγχάνω δύο καλῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 388. 15. 3) ἀπολ., ἀποτυγχάνω ἐντελῶς· ἀντίθ. τυγχάνω, Πλάτ. Θεαιτ. 178Α· Μάχων Ἐπιστ. 1. 6· γνώμη, ὡς πρὸς τὴν γνώμην ἢ κρίσιν, Δημ. 716. 3., 734. 22· δ. τοῖς ὅλοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7· ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτόθι 8. 13, 9· περί τι ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 1. - Παθ., τὰ πολλὰ… διημαρτημένα, ἐντελεῖς ἀποτυχίαι, Πλάτ. Νόμ. 693Ε, - καὶ ἐπίρρ. διημαρτημένως Κλήμ. Ἀλ. 2, 608 (Migne), Πολυδ. Ϛ', 205.

French (Bailly abrégé)

f. διαμαρτήσομαι, etc.
1 s’égarer, se tromper complètement : δ. τῆς ὁδοῦ THC faire complètement fausse route;
2 ne pas obtenir, échouer : τινός en qch ; τῶν ἐλπίδων ISOCR être déçu dans ses espérances ; abs. échouer.
Étymologie: διά, ἁμαρτάνω.

Spanish (DGE)

1 errar, equivocarse de
a) c. gen.: local τῆς ὁδοῦ Th.1.106, cf. 7.44, D.S.1.30, τῶν δρόμων X.Cyn.6.19, τοῦ χώρου Antipho 3.2.8, ἡ ... ναῦς ... τοῦ ... κατ' Ἀλεξάνδρειαν πλοῦ διαμαρτάνει la nave pierde el rumbo de Alejandría X.Eph.3.12.1, de intenciones, conceptos τοῦ ... βελτίστου Pl.R.339d, cf. X.Mem.3.9.6, 4.2.27, τοῦ πράγματος D.21.192, 51.2, Arist.Pol.1288b37, Thphr.Sens.48, τῆς τῶν ... καιρῶν ἀκριβείας Plb.5.31.3, τῆς ἀληθείας Ph.2.451, cf. I.AI 6.159, Str.2.1.40, Plu.2.5e, Eun.Hist.23.2, Thdt.Is.6.372
de pers. equivocarse respecto a τοῦ ἑταίρου συχνὸν διαμαρτάνεις mucho te equivocas respecto a tu amigo Pl.Phdr.257d, cf. Isoc.12.229, ὁ τῆς αὑτοῦ ψυχῆς διημαρτηκώς Attic.7.48, cf. Philostr.VA 7.9, VS 528, D.C.48.11.2;
b) c. dat. instrum. de limitación equivocarse en γνώμῃ D.24.48, 110, τοῖς ὅλοις Arist.EN 1098b28, τῶν φαινομένων τῇ αἰσθήσει Aristox.Harm.10.21, cf. Plb.6.9.11, D.S.1.37, D.Chr.17.3
c. dat. y gen. ὀλίγοις ... ἔτεσι διαμαρτεῖν τῶν χρόνων D.H.7.1;
c) c. giro prep. περὶ τούτου τοῦ θεοῦ τῆς δυνάμεως Pl.Cra.403b, cf. Str.1.2.7, περὶ τὸ τρίτον εἶδος Pl.Phlb.48e, περὶ τὴν πραγματείαν Arist.Oec.1345b10, cf. Plb.10.32.8, Arr.Epict.2.1.11, ἐν τῇ ἀρχῇ Arist.EN 1163a3, ἔν τισιν κεραμίοις PCair.Zen.481.2 (III a.C.), cf. Thphr.Sens.24, Plb.3.58.3, Chrys.M.53.289, ὑπὲρ τὴν ... ἐλπίδα Luc.Demon.10;
d) c. part. pred. φασι διαμαρτάνειν ... λαμβάνοντες ἕτερα ἀνθ' ἑτέρων Arist.Mete.375a27, ὑπὲρ ταύτης πῶς οὐ διαμαρτάνεις τῶν δικαίων χαλεπαίνων ἐμοί; respecto de ella ¿cómo no vas a faltar a la justicia enfadándote conmigo? I.AI 1.318, οὐδ' ἂν ταύτῃ διαμαρτάνοιμεν φάσκοντες Ph.1.354, cf. Philostr.VS 542;
e) c. ac. de rel. τι ... διήμαρτον Plb.3.59.1, cf. Ath.428f, ἔστιν ἃ διαμαρτάνει D.H.Comp.18.14, cf. Arr.Epict.3.1.13, tb. en v. med. τῶν συγγραμμάτων ὅσα ... ἂν ... κατὰ τὴν λέξιν ... διαμαρτάνηται las obras que tengan errores de estilo Plb.12.12.2, πάντα ... ἐσχεδιάσθαι καὶ διημαρτῆσθαι Plb.Fr.46, cf. Demetr.Eloc.114;
f) abs. cometer un error, equivocarse καὶ προστασσόμενός γε οὐ διαμαρτήσει Hp.Praec.9, cf. Aër.2, Pl.R.334d, X.Cyn.9.4, Arist.APo.74a4, Aud.803a10, Men.Asp.110, Epit.351, Macho 97, 472, Epicur.Nat.28.13.11.inf.4, PSI 383.11 (III a.C.), Plb.10.30.3, D.S.15.10, Ach.Tat.4.14.7, D.L.2.100, Aristid.Rh.497, Vett.Val.335.19, Gal.8.613, D.Chr.26.7, Alex.Aphr.in Mete.159.3, Lib.Decl.24.21, part. ὁ Διαμαρτῶν El que se equivoca tít. de una comedia de Apolodoro de Gela o Caristio, Stob.4.52.5, de otra de Arquédico, Ath.467e, ἡ Διαμαρτάνουσα La que se equivoca tít. de una comedia de Dífilo, Ath.111e;
g) en v. med. mismo sent. συχνὸν αὖ διημαρτάνετο Pl.Plt.276c, cf. Vett.Val.202.14;
h) part. pas. errado τὰ πολλὰ (συμπόσια) δὲ ξύμπανθ' ... διημαρτημένα en su conjunto la mayoría (de los banquetes) son un error, e.d. se realizan equivocadamente Pl.Lg.639e, τι διημαρτημένον algo errado Epicur.Nat.28.13.12.18, δόξαι διημαρτημέναι Diogenian.Epicur.2.32, ref. al estilo λόγοις μέγεθος ἐν ἐνίοις διημαρτημένον Longin.33.1, τὸ ... ἀγεννὲς καὶ διημαρτημένον τῆς γνώμης lo innoble y errado de esa opinión Attic.2.18
neutr. subst. error, equivocación διορθῶν ... πᾶν τὸ διαμαρτανόμενον Plb.10.24.5, cf. Epicur.Ep.[2] 50, 52, Str.2.1.35
de pers. διημαρτημένος equivocado, que ha cometido fallos οὐκ ἔσονται διημαρτημένοι no serán culpables de ese error Phld.Rh.1.15Aur., πολλαχῇ διημαρτημένου τοῦ Πλάτωνος Longin.32.8, cf. Plu.2.44d.
2 fracasar en, fallar en, no alcanzar
a) c. gen. de abstr. τούτου ref. a un ataque, Th.2.78, cf. Paus.3.20.10, τῆς εἰρήνης D.18.30, τῶν ἐλπίδων Isoc.4.93, cf. D.H.3.20, 10.15, I.AI 13.351, Alciphr.3.38.3, τοῦ ἀγῶνος Is.6.52, τῆς ... συγγνώμης Plb.8.1b.6, τῆς πράξεως Anaximen.Rh.1438a11, D.S.19.5, τῆς πείρας D.H.5.27, cf. I.AI 13.227, BI 1.7, Chrys.M.54.465, τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arist.Pol.1293b25, τοῦ δικαίου I.Vit.79, τῆς φιλίας Luc.Tox.37, ἐρωμένης καλῆς Lib.Decl.32.4, Μενάνδρου διαμαρτεῖν ἐραστοῦ perder a Menandro como amante Alciphr.4.2.4, διημαρτήκασι τἀληθοῦς Cyr.Al.Nest.5.4 (p.99.32)
c. gen. y part. pred. ἀμφοτέρων διαμαρτάνει τὸ μὲν ἀφιείς, τὸ δὲ κατασχεῖν μὴ δυνάμενος Gr.Nyss.Hom.in Cant.64.17
en v. med. mismo sent. δυοῖν χρησίμοιν D.19.151;
b) abs. fallar συνέβαινε μὴ διαμαρτάνειν τοὺς βάλλοντας D.S.14.115, cf. LXX Id.20.16
fracasar esp. op. κατορθόω X.Mem.3.1.3, Is.4.22, Isoc.9.28
c. ac. de rel. πολλὰ καὶ διαμαρτάνει Pl.Tht.178a, πλεῖστα κατορθώσει κἂν τἆλλα διαμαρτάνῃ I.BI 2.570, εἰ δὲ τοῦτο διαμαρτάνοι I.BI 2.22, en v. pas. τὰ διαμαρτανόμενα los fracasos op. κατορθούμενα Plb.9.12.3.
3 c. εἰς y ac. agraviar, faltar a εἰς τοὺς ξένους Sch.Pi.O.10.4b
en lit. judía y crist. cometer malas acciones, pecar c. part. pred. διαμαρτάνει σφετεριζομένη τὰς ... εὐπαθείας Ph.2.280, c. prep. ἐν ἑτέρῳ Chrys.M.61.189, abs. 1Ep.Clem.40.4, Herm.Mand.4.1.2, Clem.Al.Strom.6.12.98, δ. καὶ βιάζεσθαι ἀδύνατος ἦν Procop.Goth.1.4.3.

Greek Monolingual

διαμαρτάνω (Α) αμαρτάνω
αμαρτάνω, παραστρατώ
2. σημειώνω παταγώδη αποτυχία
3. πέφτω έξω στην εκτίμησή μου για κάποιον
4. δεν κατορθώνω να πάρω κάτι
5. έχω άδικο, σφάλλω.

Greek Monotonic

διαμαρτάνω: μέλ. -αμαρτήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον·
1. ξεστρατίζω, παραστρατώ, παρασύρομαι από, τῆς ὁδοῦ, σε Θουκ.· αποτυγχάνω να αποκτήσω, τινός, στον ίδ., σε Δημ.
2. απόλ., αποτυγχάνω εντελώς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαμαρτάνω: 1) глубоко ошибаться, жестоко обманываться (τοῦ ἑταίρου Plat.; γνώμῃ Dem.; τῶν πάντων Plut.): τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες Isocr. обманувшиеся во всех своих надеждах: τὰ διημαρτημένα Plat. серьезные заблуждения, ошибки;
2) не достигать, терпеть неудачу (περί τινος и ἔν τινι Arst.): δ. τῆς ὁδοῦ Thuc. сбиваться с дороги; δ. τῆς πράγματος Dem. сделать ложный шаг, просчитаться; δ. τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arst. быть далеким от идеального государственного строя.