διατορνεύω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διατορνεύω]] (Α) [[τορνεύω]]<br />[[επεξεργάζομαι]] με τόρνο, φτιάχνω [[κάτι]] στρογγυλό. | |mltxt=[[διατορνεύω]] (Α) [[τορνεύω]]<br />[[επεξεργάζομαι]] με τόρνο, φτιάχνω [[κάτι]] στρογγυλό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατορνεύω:''' вырезать, гравировать (ἔπη γράμμασιν ἐν σησάμῳ Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A round off, Lib.Descr.30.6.
German (Pape)
[Seite 607] = simpl. τορνεύω; Liban.; Plut. adv. St. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διατορνεύω: ἐξεργάζομαί τι διὰ τοῦ τόρνου, Λιβάν. 4. 1071.
French (Bailly abrégé)
fabriquer au tour, tourner.
Étymologie: διά, τορνεύω.
Spanish (DGE)
1 contornear ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.Descr.30.14.
2 tornear λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.Ep.Fest.11.7.
Greek Monolingual
διατορνεύω (Α) τορνεύω
επεξεργάζομαι με τόρνο, φτιάχνω κάτι στρογγυλό.
Russian (Dvoretsky)
διατορνεύω: вырезать, гравировать (ἔπη γράμμασιν ἐν σησάμῳ Plut.).