διασπασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασπασμός]], ο (Μ)<br />[[βίαιος]] [[χωρισμός]].
|mltxt=[[διασπασμός]], ο (Μ)<br />[[βίαιος]] [[χωρισμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''διασπασμός:''' ὁ Plut. = [[διάσπασις]] 1 и 2.
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπασμός Medium diacritics: διασπασμός Low diacritics: διασπασμός Capitals: ΔΙΑΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diaspasmós Transliteration B: diaspasmos Transliteration C: diaspasmos Beta Code: diaspasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tearing in pieces, LXX Je.15.3, Phld.Piet.96.    II interruption, interval, in pl., Plu.2.129b, etc.; παντελὴς δ. complete severance, Dam.Pr.74: metaph., distraction, τῆς ψυχῆς Phld.Ir.p.29 W.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, das Zerreißen, Trennen, Plut. Alex. 27 u. a. Sp.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I ref. a diversos procesos de separación
1 acción de despedazar, desmembramiento de Dioniso ὁ ὑπὸ τῶν Τιτάνων δ. Phld.Piet.p.83S., οἱ λεγόμενοι Ὀσίριδος διασπασμοί Plu.2.364f, ὠμοφαγίαι καὶ διασπασμοί de víctimas rituales, Plu.2.417c, ἄξει κύριος ... κύνας εἰς διασπασμὸν ἐχθρῶν T.Iud.23.3, cf. LXX Ie.15.3
acción de arrancar, descuaje fig. referido a una comunidad monástica ὥσπερ σώματος ἑνός διασπασμὸν μελῶν οὐ φέροντας los que no soportan, como si hablásemos de un cuerpo, que les arranquen uno de sus miembros Gr.Naz.Ep.219.4
medic. desgarro muscular, Apollon.Cit.3.27
gener. acción de romper, ruptura ῥῆξίν τινα καὶ διασπασμὸν τῶν ὑπερτεινομένων ... μερῶν Gr.Nyss.Hom.Opif.13, fig. τῆς ὁμονοίας Basil.Ep.203.3
separación σύγχυσις ἔσται ἡ ἁφὴ καὶ ὁ χωρισμὸς τῶν ἁπτομένων δ. S.E.P.3.42, cf. Dam.Pr.74.
2 esp. en cont. milit. dispersión, desorden ἀνωμαλία καὶ δ. τῶν ταγμάτων Plu.Brut.41, βοὴ καὶ δ. ἦν περὶ τοὺς ὄπισθεν Plu.Mar.21, cf. Art.7, Ant.48, Alex.27.
3 alteración, trastorno provocado por la ira διὰ τὴν [φλεγμ] ονὴν καὶ τὸν τῆς ψυχῆς διασπασμόν Phld.Ir.10.29.
4 disipación ὁ δ. τῆς ἅλω ὑπὸ πνεύματος Alex.Aphr.in Mete.143.26.
II ref. a la ruptura de una continuidad
1 laguna, corte τῶν ὕπνων τὸ μὴ συνεχὲς ... ἀλλ' ἀνωμαλίας ἔχον καὶ διασπασμούς Plu.2.129b
quiebra, ruptura πολλοὺς δὲ τὰ χωρία διασπασμοὺς ἐποίει, τάφρων ὄντα μεστὰ καὶ ὀρυγμάτων Plu.Oth.12.
2 ret. dislocación en la emisión vocal, poco fluida por la acumulación de hiatos, Dem.Eloc.68.

Greek Monolingual

διασπασμός, ο (Μ)
βίαιος χωρισμός.

Russian (Dvoretsky)

διασπασμός: ὁ Plut. = διάσπασις 1 и 2.