Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δραματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δραματοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγγραφέας]] δραματικών έργων, [[δραματογράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραματικός]] [[ποιητής]], [[ποιητής]] του θεάτρου.
|mltxt=ο (AM [[δραματοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγγραφέας]] δραματικών έργων, [[δραματογράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραματικός]] [[ποιητής]], [[ποιητής]] του θεάτρου.
}}
{{elru
|elrutext='''δραματοποιός:''' ὁ автор драматических произведений Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱμᾰτοποιός Medium diacritics: δραματοποιός Low diacritics: δραματοποιός Capitals: ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: dramatopoiós Transliteration B: dramatopoios Transliteration C: dramatopoios Beta Code: dramatopoio/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A dramatic poet, Heph.8.1, Ps.-Luc.Philopatr.13: metaph., melodramatic, δ. καὶ ποτνιαστής Phld.Herc.1457.12.

German (Pape)

[Seite 665] der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter, Luc. Philop. 13; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμᾰτοποιός: -οῦ, ὁ, δραματικὸς ποιητής, Ψευδολουκ. Φιλοπάτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 dramaturgode Aristófanes, Luc.Philopatr.13, τῶν δὲ δραματοποιῶν τὴν μὲν κωμῳδιοποιίαν οὕτως ἄσεμνον ἡγοῦντο καὶ φορτικόν Plu.2.348b, cf. Heph.8.1, Phld.Vit.12B.
2 autor de poemas dialogados de tipo erótico qui dramatopoeos erat, hoc est amatorias cantiones scripserat Pseudo Acro Sat.1.10.18.

Greek Monolingual

ο (AM δραματοποιός)
νεοελλ.
συγγραφέας δραματικών έργων, δραματογράφος
αρχ.
δραματικός ποιητής, ποιητής του θεάτρου.

Russian (Dvoretsky)

δραματοποιός: ὁ автор драматических произведений Luc., Plut.