δυσοδοπαίπαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' -ον ([[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]), [[δύσκολος]] και [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[ανώμαλος]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' -ον ([[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]), [[δύσκολος]] και [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[ανώμαλος]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый ([[λάχη]] [[θεῶν]] Aesch. - v. l. [[δυσκολοπαίπαλος]]).
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοδοπαίπᾰλος Medium diacritics: δυσοδοπαίπαλος Low diacritics: δυσοδοπαίπαλος Capitals: ΔΥΣΟΔΟΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: dysodopaípalos Transliteration B: dysodopaipalos Transliteration C: dysodopaipalos Beta Code: dusodopai/palos

English (LSJ)

ον,

   A difficult and rugged, prop. of a mountain road: metaph., A.Eu.387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 685] durch Felsen unwegsam; übtr., λάχη θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.

Greek (Liddell-Scott)

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον, δύσκολος καὶ πετρώδης, δύσβατος, κυρίως ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches impraticables.
Étymologie: δύσοδος, παίπαλα.

Spanish (DGE)

(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον
de camino áspero, escarpado dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.Eu.387, cf. Sch.A.Eu.388.

Greek Monolingual

δυσοδοπαίπαλος, -ον (Α)
(για δρόμο) δύσβατος εξαιτίας βράχων κ.λπ.

Greek Monotonic

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον (ὁδός, παιπαλόεις), δύσκολος και πετρώδης, δύσβατος, ανώμαλος, απότομος, τραχύς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δυσοδοπαίπᾰλος: досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый (λάχη θεῶν Aesch. - v. l. δυσκολοπαίπαλος).