εἶναι: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(4) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἶναι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).<br /><b class="num">II.</b> στον Ησίοδ., αντί [[ἰέναι]], απαρ. του [[εἶμι]] ([[ibo]], [[προχωρώ]]). | |lsmtext='''εἶναι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).<br /><b class="num">II.</b> στον Ησίοδ., αντί [[ἰέναι]], απαρ. του [[εἶμι]] ([[ibo]], [[προχωρώ]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἶναι:''' inf. к [[εἰμί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
εἶναι: ἀπαρ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι (ἔνθα κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ πρόσειμι, πλησιάζω) πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον.
French (Bailly abrégé)
inf. de εἰμί.
English (Strong)
present infinitive from εἰμί; to exist: am, was. come, is, X lust after, X please well, there is, to be, was.
Greek Monotonic
εἶναι:I. απαρ. του εἰμί (sum).
II. στον Ησίοδ., αντί ἰέναι, απαρ. του εἶμι (ibo, προχωρώ).
Russian (Dvoretsky)
εἶναι: inf. к εἰμί.