ἐκτυφλόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτυφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐκτυφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτυφλόω:''' <b class="num">1)</b> лишать зрения, ослеплять (τινα Batr., Arph., Xen.; ὁ ἐκτετυφλωμένος [[Κύκλωψ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> затемнять, помрачать (ἐκτυφλωθέντες σκότω λαμπτῆρες Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτυφλόω Medium diacritics: ἐκτυφλόω Low diacritics: εκτυφλόω Capitals: ΕΚΤΥΦΛΟΩ
Transliteration A: ektyphlóō Transliteration B: ektyphloō Transliteration C: ektyfloo Beta Code: e)ktuflo/w

English (LSJ)

   A make quite blind, τινά Batr.238, Hdt.4.2,9.93, X.Eq. 10.2, Ar.Pl.301, etc.; ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή Antiph.195.4: abs., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.569.2:—Pass., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (expl. by σβεσθέντες in Sch.) A.Ch.536: metaph., Philostr. VA4.36; of buds destroyed by hail, Id.Her.2.11.

German (Pape)

[Seite 784] ganz blind machen, blenden; Her. 9, 93; Ar. Plut. 309; Xen. Equ. 10, 2; λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ Aesch. Ch. 529.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἡρόδ. 4. 2. 9, 93, Ξεν., κλ.· ἐκτυφλοῦν τιν’ ἀστραπὴ (ἐνν. εἰμι) Ἀντιφ. «Προγόνοις» 1· ἀπολ., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 2: - Παθ., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ σβεσθέντες ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ) Αἰσχύλ. Χο. 536.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aveugler complètement;
2 obscurcir, éteindre.
Étymologie: ἐκ, τυφλόω.

Spanish (DGE)

1 cegar, privar de la vista τὸν Εὐήνιον Hdt.9.93, cf. 4.2, (τὸν Κύκλωπα) Ar.Pl.301, cf. Luc.DMar.2.1, αὑτόν de Edipo, Ar.Ra.1195, ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή (soy) un relámpago para cegar a cualquiera Antiph.193.4, cf. Men.Sam.500, (αὐτόν) ἐξετύφλου παρὰ μικρόν Batr.238, τὸν ἐμποδίζοντα Arr.Epict.1.27.12, cf. AP 11.112 (Lucill.), τοὺς ἵππους X.Eq.10.2, τὸν λέοντα Aesop.279.1, abs. κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.581.2, en v. pas. ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Demad.15, Posidon.252, cf. Philostr.VA 4.36
fig. apagar en v. pas. ἐκτυφλωθέντες σκότῳ λαμπτῆρες A.Ch.536
tb. fig. cegar, deslumbrar, ofuscar τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντων LXX Ex.23.8, cf. De.16.19.
2 agr. cegar las yemas del sarmiento de la vid, e.e., destruir, eliminar yemas de la vid χρὴ ... τοὺς μὲν πρὸς τῷ στελέχει βʹ (ὀφθαλμούς) ἐκτυφλοῦν Gp.5.22.1, en v. pas. (αἱ ἄμπελοι) ὑφ' ὧν (χαλαζῶν) ἐκτυφλοῦνται Philostr.Her.22.20.

Greek Monotonic

ἐκτυφλόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτυφλόω: 1) лишать зрения, ослеплять (τινα Batr., Arph., Xen.; ὁ ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Plut.);
2) затемнять, помрачать (ἐκτυφλωθέντες σκότω λαμπτῆρες Aesch.).