ἐπεξευρίσκω: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεξευρίσκω:''' μέλ. <i>-εξευρήσω</i>, [[εφευρίσκω]] [[επιπλέον]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπεξευρίσκω:''' μέλ. <i>-εξευρήσω</i>, [[εφευρίσκω]] [[επιπλέον]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεξευρίσκω:''' <b class="num">1)</b> изобретать, придумывать: τούτων δικαιότερον ἐπεξευρέειν Her. придумывать (что-л.) получше этого;<br /><b class="num">2)</b> открывать, находить (ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A devise or discover besides, Hdt.2.160; τι πρὸς ἀσφάλειαν J.AJ15.8.5:—Pass., ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arist.Pol.1331a14.
German (Pape)
[Seite 916] (s. εὑρίσκω), noch dazu erfinden, παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Her. 2, 160; Arist. Pol. 7, 11 u. Sp., wie Theon. progymn. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξευρίσκω: προσέτι ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 2. 160. ΙΙ. προσέτι, ἀνακαλύπτω, πολεμικὰς χρείας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς νῦν ἐπεξευρημένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11.
French (Bailly abrégé)
inventer en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐξευρίσκω.
Greek Monolingual
ἐπεξευρίσκω (Α)
1. ανακαλύπτω, βρίσκω επί πλέον («ἀεί τι πρὸς ἀσφάλειαν ἐπεξευρίσκω»)
2. εφευρίσκω επίσης.
Greek Monotonic
ἐπεξευρίσκω: μέλ. -εξευρήσω, εφευρίσκω επιπλέον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεξευρίσκω: 1) изобретать, придумывать: τούτων δικαιότερον ἐπεξευρέειν Her. придумывать (что-л.) получше этого;
2) открывать, находить (ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arst.).